«Juror #2» του Κλιντ Ιστγουντ: Η Δικαιοσύνη στοιχειώνει

 

Το «Juror #2» του Κλιντ Ιστγουντ ίσως στο μέλλον καταγραφεί ως μια από εκείνες τις «καταραμένες» ταινίες μεγάλων δημιουργών που δεν αναγνωρίστηκαν στην εποχή τους αλλά μεταγενέστερα. Οχι επειδή ήταν «μπροστά από την εποχή της» (μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε, με την καλή εννοια), αλλά επειδή εκ των πραγμάτων το ευρύ κοινό δεν θα έχει την ευκαιρία να τη δει σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα μιας και η Warner επέλεξε να την «εξαφανίσει» δίνοντάς της περιορισμένη διανομή σε ελάχιστες αίθουσες και κυκλοφορώντας την βιαστικά σε πλατφόρμες streaming. 

Σήμερα, λοιπόν, που η νέα ταινία του 90χρονου Ιστγουντ είναι διαθέσιμη -έστω online- μπορούμε να πούμε πως στο «Juror #2» βλέπουμε καθαρόαιμο, κλασικό, «παλιομοδίτικο», αλλά ταυτόχρονα τόσο σύγχρονο, ανεπιτήδευτο, δουλεμένο και ουσιαστικό σινεμά. Τι σημαίνει, όμως, «παλιομοδίτικο»; Σημαίνει αφήγηση με  συνοχή, σφιχτή, μεθοδική, με αφετηρία, ανατροπή, κλιμάκωση και τελική λύση. Σημαίνει επίσης, υψηλή αίσθηση κινηματογραφικότητας· κάθε πρόσωπο έχει τη δική του γραφή, κάθε διαλογικό κομμάτι τη δική του σημασία -ίσως κάποιες φορές πιο διδακτική και απλουστευμένη από όσο τα σύγχρονα «σινεφίλ» γούστα επιτάσσουν- αλλά μελετημένη αφηγηματικά, με κοινωνιολογικό υπόβαθρο, με ιδεολογική διεργασία και άποψη.

Λίγα μόνο λόγια για την πλοκή. Ο ήρωας του Νίκολας Χουλτ, πρώην αλκοολικός έπειτα από μια πετυχημένη ( ; ) αποτοξίνωση , ενώ περιμένει το πρώτο του παιδάκι, κλήρωνεται ως «Ενορκος Νο. 2» σε πολυσυζητημένη υπόθεση δολοφονίας ( ; ) μιας νεαρής κοπέλας από τον σύντροφό της. Οσο η δίκη εξελίσσεται, ο ήρωας αντιλαμβάνεται πως ο ίδιος εμπλέκεται στην υπόθεση με συνέπεια σταδιακά ηθικά ερωτήματα και διλήμματα να ορθώνονται μπροστά του. 

Πώς περιμένεις από τον βετεράνο Κλιντ να μιλήσει κινηματογραφικά για τη Δικαιοσύνη; Κρίνοντας από την πολύπλευρη και παραγνωρισμένη προσωπική σκηνοθετική φιλμογραφία του, μάλλον, ως μια διεργασία περίπλοκη. Εκ πρώτης όψεως, ίσως, «καθαρή και ξάστερη»: Πάντα υπάρχει το «καλό» και το «κακό» και στο τέλος, παρά τις αντιξοότητες, το «καλό» και το αληθινό θα θριαμβεύσουν. Είναι, όμως, πάντα το αληθινό και δίκαιο; Ο ήρωας του Νίκολας Χουλτ αμφιβάλλει σε μια καμπή της ταινίας. 

Η πορεία προς την αλήθεια και προς το δίκαιο μοιάζει τρικυμιώδης και για τον ίδιο τον Ιστγουντ. Περνάει από την ηθική βεβαιότητα, στην αμφιβολία. Από την αντικειμενική παράθεση των γεγονότων, στην υποκειμενική ματιά. Υποκειμενική ματιά που διαφοροποιείται διαρκώς είναι και το ίδιο το σινεμά, όπως πολύ εύστοχα και διακριτικά υπονοεί στη «διπλή» α λα «Ρασομόν» αναπαράσταση μιας σεκάνς ο Ιστγουντ. Μέσα σε αυτή την αναζήτηση εμπλέκονται τα κοινωνικά βιώματα, τα προσωπικά τραύματα, οι αφελείς μας ιδεοληψίες ή εκείνες οι εμμονές που παρότι φαινομενικά παράλογες ή διαισθητικές, εν τέλει ανοίγουν μονοπάτια στην αλήθεια. 

Στο «Juror #2» δεν υπάρχει ένας «λευκός ιππότης» που θα βρει τελικά τον έναν και μοναδικό ενάρετο δρόμο, όπως ίσως έκανε κάποιος «σκληρός» ήρωας του Κλιντ στο παρελθόν. Υπάρχει, όμως, ένα ταξίδι από τη βεβαιότητα και τον κυνισμό, στο δύσκολο μονοπάτι της αβέβαιης αναζήτησης της όποιας αλήθειας που τελικά ακολουθείται από έναν απρόσμενο (αντι)ήρωα. Τελικά, το «Juror #2» δεν καταλήγει σε κάποια ετυμηγορία σχετικά με το αν «το δίκαιο είναι η αλήθεια». Καταλήγει, όμως, μέσω ενός υπαινικτικού και απρόβλεπτα ντεμί -επώδυνου, ντεμί-λυτρωτικού φινάλε, στη βεβαίοτητα πως το δίκιο δεν μπορεί παρά να είναι κάτι πολύ στοιχειωτικό και εν τέλει αναπόδραστο.

γράφει ο Θοδωρής Λέννας