Μετά από το τέλος κάθε ταινίας, ένα σημαντικό μέρος του κοινού θα «γκουγκλάρει» την εξής ερώτηση: Βασίζεται αυτό που είδα σε πραγματικά γεγονότα; Στην περίπτωσή μας, αν κάποιος αποφασίσει να ασχοληθεί με το Παλαιστινιακό Σινεμά θα ευχόταν η πλοκή των ταινιών του να βασίζεται, σε ένα μακρινό μέλλον, μόνο στην μυθοπλασία.
Διαβάστε το δεύτερο μέρος των υπόλοιπων τριών ταινιών για την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση που καταγίνονται με μία προσβολή, ένα τείχος διακοσίων μέτρων και ένα σεμινάριο κινηματογράφου στο οποίο συμμετέχουν ισραηλινές και παλαιστίνιες γυναίκες.
Η προσβολή («The Insult») του Ζιάντ Ντουεϊρί (2018)
Πόση δύναμη έχουν οι λέξεις που επιλέγουμε να πούμε; Ή μήπως στεκόμαστε εμείς αδύναμοι απέναντι στο βάρος που έχουν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε; Αυτήν την ηθική διελκυστίνδα στοχεύει να σκιαγραφήσει η «Προσβολή» του Ζιάντ Ντουεϊρί μέσα από τις διαλογικές αντεγκλήσεις μεταξύ του Τόνι με τον Γιασέρ. Η αφορμή ξεκινάει από μια χαλασμένη υδρορροή με τον Γιασέρ, έναν Παλαιστίνιο εργοδηγό, που παίρνει το θάρρος να διορθώσει την βλάβη που έχει προκληθεί στο μπαλκόνι ενός Χριστιανού Λιβανέζου, του Τόνι.
Η ταυτότητα εμπεδώνεται άλλη μια φορά, και με μια πιο αυστηρή γραμμή, μέσα από μία προσβολή που ξεδιπλώνεσαι σε πανεθνική πολιτική δίκη. Η "Προσβολή" είναι μια έντονα πολιτική ταινία. Πρόκειται για τη σύγκρουση των ιδεών μεταξύ των χριστιανών του Λιβάνου και των μουσουλμάνων της Παλαιστίνης, η οποία αντικατοπτρίζεται, αντίστοιχα, από τους δύο πρωταγωνιστές. Πρόκειται για πρόσφυγες και θύματα του εμφυλίου πολέμου. Ο Τόνι (Άντελ Καράμ) και ο Γιασέρ (Κάμελ Ελ Μπάσα) είναι μαριονέτες . Το μίσος και η προκατάληψη, οι κύριοι αυτουργοί των πράξεων τους.
Πολλές φορές, όταν το σενάριο καταπιάνεται, ή καλύτερα πιάνεται τελείως από μια ετυμηγορία που θα «ανακοινώσει» στον θεατή, ουσιαστικά, το τέλος αυτής της ταινίας, χρειάζεται να προηγηθεί αρκετή σκηνοθετική ευκαμψία, όταν σχεδόν όλα τα καρέ διαδραματίζονται σε ένα δικαστήριο. Εδώ, αντίστοιχα, με εξέπληξε το πόσο αγωνιώδεις και ασφυκτικές ήταν οι δικαστικές σκηνές, με ανατροπές που δεν περιμένεις να συμβούν σε συγκεκριμένες στιγμές (η σχέση των δύο δικηγόρων μεταξύ τους κάτι το οποίο φαίνεται ανούσιο στην αρχή) και τις τίμιες προσπάθειες να μην καταλήξουμε να μιλάμε για άλλο ένα συνηθισμένο κοινωνικό μελόδραμα, που είναι συχνά τέτοια η μοίρα αυτού του είδους ταινιών.
Καθώς στο σινεμά αγαπάμε να καταλαβαίνουμε, να συμπονούμε, να ψυχαναλύουμε, και ίσως να ρομαντικοποιούμε, πολλές φορές, τον δύσκολο χαρακτήρα, είναι λίγες οι περιπτώσεις που ο εξπρεσιονισμός του «φασίστα» στον κινηματογράφο ερμηνευτικά υποχωρεί από έναν «μουδιασμένο» χαρακτήρα του οποίου η ακινησία των συναισθημάτων του δείχνει πόσο μεγαλειώδες είναι το ψυχικό σθένος ενός ανθρώπου που η ιστορία δεν είναι στο πλευρό του.
Δεν υπάρχει ο καλός και ο κακός, αλλά το μωσαϊκό μίας κοινωνίας που χτίζεται συχνά από ρατσιστικά επεισόδια στον δρόμο .Οι θεατές και οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με υπενθυμίσεις των θηριωδών του παρελθόντος, που γίνονται ενίοτε βαρύγδουπες, αλλά με κάποιο τρόπο, διαχειρίζονται μία πολιτικά φορτισμένη σύγκρουση και μετατρέπονται σε μέσο για να δείξει αυτό που είναι τελικά η υπόθεση στο μεδούλι της. Μία προσωπική ιστορία όπου το μίσος μπορεί να οδηγήσει στην ψυχική και φυσική αυτοκαταστροφή του ανθρώπου.
Η ταινία σου ψελλίζει περίτεχνα ότι κανείς δεν είναι, πλέον, έτοιμος να αναμετρηθεί με τις συνέπειες μίας οποιασδήποτε προσβολής που φέρει διαστάσεις εγκλήματος μίσους. Δεν μπορείς ο ίδιος να τοποθετήσεις , εν τέλει, και στο εδώλιο κανέναν από αυτούς. Προφανώς ,δεν υπάρχει και ίσως να μην υπάρξει ποτέ μια απλή λύση για τις εμφύλιες ταραχές, αλλά η «Προσβολή» προσφέρει κάποια ελπίδα ότι οι άνθρωποι μπορούν ακόμα να είναι αξιοπρεπείς μεταξύ τους.
«Μερικοί άνθρωποι δυσκολεύονται να ζητήσουν συγγνώμη» λέει ο Τόνι, αλλά σήμερα, ίσως, είναι περισσότερες οι πιθανότητες να ζητήσουν και να συγχωρέσουν.
200 μέτρα («200 meters») του Αμίν Ναϊφέ (2020)
Ο Μουσταφά αντικρίζει κάθε μέρα ένα σπίτι στα 200 μέτρα από εκεί που μένει. Αναβοσβήνει ένα φως από το μπαλκόνι του για να ευχηθεί στα παιδιά του στην άλλη πλευρά του δρόμου, καληνύχτα. Το «200 μέτρα» , είναι μία πολύ πρωτότυπη ταινία μα συνάμα μία συνηθισμένη ιστορία, βυθισμένη στη διαφθορά που προκαλεί η κατοχή στην καθημερινή ζωή των Παλαιστινίων. Ένα ιδιότροπο road movie που καταλήγει σε πολιτικό κυνήγι. Μία νατουραλιστική ταινία, από την κινηματογράφηση μέχρι τις πολλαπλές ερμηνείες, οι οποίες συνοδεύονται από ένα τρανταχτό και καθόλου ανοίκειο, για τους ενημερωμένους, παλαιστινιακό narrative.
Ο παλμός της ταινίας αλλάζει την στιγμή που ο Μουσταφά αποφασίζει να παραδώσει την μοίρα του στο δίκτυο παράνομων λαθρεμπόρων οι οποίοι μεταβιβάζουν εμπορεύματα και ανθρώπους στην άλλη πλευρά της Δυτικής Όχθης. Αν και η δραματουργία αποτυπώνεται με χαμηλή ένταση σε ορισμένες φάσεις του έργου, τo «200 μέτρα» και ειδικότερα η οδύσσεια της πατρικής αγάπης, που αυτός θα λέγαμε είναι και ο πιο άμεσος τίτλος της ταινίας, χρησιμεύει ως μία διακριτική προειδοποίηση απέναντι στις εικόνες που απεικονίζονται από έναν μεγάλο αριθμό των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η ζωή τους διχοτομείται από την κατοχή και από όλους του κινδύνους που αυτή επιφέρει. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που ξεχνιούνται σε αυτές τις συζητήσεις.
Η μαγνητική ερμηνεία του Αλί Σουλιμάν (Μουσταφά), είναι η καρδιά αυτής της ταινίας. Καθιστά τον θεατή συμμέτοχο στην αγωνία του, στην απόγνωσή του να φτάσει στο παιδί του, σε σημείο να ξεφυσά πολύ βαριά για τις οποιασδήποτε αναμενόμενες και σκληρές αναποδιές που θα προκύψουν κατά την διάρκεια του οδοιπορικού. Παρά την ψύχραιμη παρουσία του, διατυπώνει με αυτόν τον τρόπο ο Μουσταφά, μέσα από την μοναδική του επιθυμία, ένα προαιώνιο πρόβλημα στο οποίο δικαιολογημένα η περηφάνια διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. «Είμαι το σίχαμα της Δυτικής Όχθης και για αυτό αρνούμαι την ισραηλινή ταυτότητα». Και θα ήταν παράλογο να αντιταχθεί κανείς απέναντι σε αυτό, αν θελήσει να μπει, έστω και για λίγο, στα παπούτσια του.
Το Παλαιστινιακό Σινεμά, λίγο πολύ, παίρνει ξεκάθαρη θέση χωρίς να σου λέει από την αρχή ότι θα πάρει αυτήν την θέση. Ο μετρητής μετριοπάθειας είναι αυτός που δικαιώνει ή αδικεί την ταινία εξ’ ολοκλήρου. Στο «200 μέτρα» αφήνεται η πολιτική θέση να ταμπουρωθεί μοιρολατρικά πίσω από ένα οικογενειακό δράμα. Η πλοκή από μόνη της, όμως, δεν είναι κομμένη και ραμμένη για να καταλήξει να πει, με ένα πικρό χαμόγελο, ότι στο τέλος της ημέρας δεν θα αλλάξει τίποτα και θα συνεχίζουμε να κοιταζόμαστε σε απόσταση 200 μέτρων. Το ζήτημα δεν είναι τόσο απλουστευτικό και θα ήταν, ολίγον τι, λάθος να πλαισιωθεί προσγειωμένα. Είναι οι νιοστές προσπάθειες και ο αγώνας του λαού με τα σημεία ελέγχου, τα τείχη, τους διαχωρισμούς και τις διακρίσεις, ένας ριζοσπαστισμός που στον κινηματογράφο χρειάζεται πολύ πιο άφοβα να διηγηθεί μία ιστορία για να δικαιώσει αυτόν για τον οποίο μιλάει, παρά να περιορίζεται σε μελιστάλαχτα, «σέιφ» τέλη.
Όπως και να έχει, η ταινία στο ήμισυ της διάρκειάς της θα σε χτυπήσει εσωτερικά με τον ήρωα και τους δευτερεύοντες ήρωες, την γραμμικότητα της συμπεριφοράς τους απέναντι στον εκρηκτικό ρυθμό των γεγονότων και αυτό γιατί από την αρχή ξέρουν ποιον θα χορό θα χορέψουν.
Σινεμά Σαμπάγια («Cinema Sabaya») της Όριτ Φουκς Ρότεμ (2021)
Με το «Σινεμά Σαμπάγια» αλλάζουμε την ρότα που ακολουθήθηκε στις προηγούμενες αναφορές. Όχι στο παλαιστινιακό ζήτημα κάθε αυτό, αλλά στην οπτική και στην συμπαραγωγή της εν λόγω ταινίας. Η σκηνοθέτης Όριτ Φουκς Ρότεμ γεννήθηκε στο Ισραήλ και με την ταινία της, «Σινεμά Σαμπάγια», προσδίδει μία φεμινιστική αλλά και υπόγεια ματιά στην σύγκρουση. Η οπτική αυτή ρίχνει ολότελα τα φώτα στην γυναίκα που δεν την αφήνει να πάρει δίπλωμα οδήγησης ο άντρας της, στην κοπέλα που θέλει να σπουδάσει, στην χωρισμένη, στην μάνα, στην σύζυγο που φροντίζει τον καταθλιπτικό άντρα της, στην λεσβία που μένει σε ένα καράβι, στην κακοποιημένη, στην ισραηλινή, στην παλαιστίνια. Και ναι, η κατάταξη έχει σημασία γιατί η φυλετική ταυτότητα ξεθωριάζει όταν οι γυναίκες βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από τα βιώματα άλλων γυναικών.
Το καστ εδώ, θωρακίζεται με την από όλους πολυαγαπημένη και μιντιακά διαδεδομένη λέξη «Diversity» (μτφ. Ποικιλομορφία). Οχτώ γυναίκες θα φέρουν, στα πλαίσια ενός εργαστηρίου κινηματογράφου, υλικό από την πραγματική τους ζωή για να το δουν όλες μαζί προκειμένου να μάθουν την τέχνη του σινεμά. Δεδομένης της απολυτότητας που διαφαίνεται σε πολλές εκφάνσεις αυτές τις μέρες σχετικά με τον τρέχοντα πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, το «Σινεμά Σαμπάγια» αποτελεί ένα αντανακλαστικό τέχνασμα σε πολλαπλές ερμηνείες που έχουν αναδυθεί εξαιτίας του πολέμου. Κουλτούρα της ακύρωσης, λογοκρισία, απότομος εναγκαλισμός με την σωστή πλευρά της ιστορίας που δημιουργούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και παράβλεψη άλλων ουσιωδών καταστάσεων.
Σε αντίθεση με το «Women Talking» και άλλες παρόμοιες προσπάθειες, αυτή η ταινία επιδεικνύει μια αίσθηση του χιούμορ για όλα τα θέματα που θίγει -γάμος και παιδιά, μισογυνισμός, ομοφοβία, κατάθλιψη, ενδοοικογενειακή κακοποίηση και όλο το αραβοεβραϊκό γίγνεσθαι. Ωστόσο, εδώ υπάρχει μια κατανόηση που δεν προσποιείται απαντήσεις. Άνθρωποι από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα κάθονται σε ένα δωμάτιο για να συζητήσουν για όλα αυτά. Ειδικότερα, το ότι είναι γυναίκες, νοηματοδοτούνται τα παραπάνω ζητήματα με περισσότερη διαύγεια. Ακόμη και όταν φοβούνται ή δεν μπορούν να αφηγηθούν σε πρώτο πρόσωπο αυτό που βιώνουν, η ενοποιητική δύναμη του κινηματογράφου έρχεται καλώς ή κακώς για να αποσύρει το πέπλο της σιωπής, της άρνησης και της κάλυψης από τα δεινά του να είσαι γυναίκα στην εμπόλεμη ζώνη, και γενικά από τα δεινά του να είσαι γυναίκα.
Η ταινία μετατρέπεται σταδιακά σε τεχνικό δημιούργημα του ίδιου της του εαυτού. Ένα αυτοβιογραφικό και τολμηρό εγχείρημα των οποίων τα πλάνα και το μοντάζ μοιάζουν, εκ πρώτης όψεως, ακατέργαστα και ερασιτεχνικά, ακολουθώντας μία ντοκιμαντερίστικη γραμμή, με την χρήση αποκλειστικά δύο καμερών. Οι ερμηνείες είναι τόσο θεαματικές που πραγματικά δυσκολεύτηκα να πιστέψω ότι δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, χάρη στην κίνηση της κάμερας και την κινηματογράφησή της. Και χάρη σε αυτήν την επιλογή, δεν θα μπορούσε να μην γίνει, αντίθετα, πιο σαγηνευτικό και τόσο απτό το αίσθημα της κοινότητας μεταξύ των γυναικών.
Εν τέλει, έτσι πρέπει να γίνεται αντιληπτή η επανάσταση του σινεμά από τους κινηματογραφιστές. Μία ταινία που μετατρέπει τους θεατές σε κριτικούς, χωρίς μεγάλες ενέσεις τραβηγμένου εξπρεσιονισμού στην ερμηνεία για να διατυμπανίζουν ένα παγκόσμιο ζήτημα αλλά με πλάνα που αποτυπώνουν την αυθεντικότητα που εκτίθεται από τον πόνο τέτοιων ανθρώπων.
γράφει η Μαριάνθη Βαριοζίδου