Κινηματογραφική Ανασκόπηση 2022: Οι 10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς


Αν το 2021 ήταν η χρονιά που μετά την καραντίνα ξαναπήγαμε σινεμά, το 2022 θα μείνει ως η η χρονιά που ο κόσμος μπορούσε να πάει σινεμά, αλλά επέλεξε να μην πάει. Ιστορικές και αγαπημένες αίθουσες κλείσανε, άλλες βρίσκονται στα πρόθυρα του "λουκέτου", το box-office ήταν δραματικά απογοητευτικό ακόμα και για ταινίες με "εμπορικούς" και δημοφιλείς συντελεστές, οι διανομείς έδειξαν αδράνεια και νωθρότητα στις επιλογές τους, ενώ σε γενικές γραμμές έλλειψαν οι "μεγάλες" ταινίες για τις οποίες θα μπορούσαμε να μιλάμε για καιρό. 

Αρκεί κανείς να σκεφτεί πως το νο1 της λίστας που ακολουθεί κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες κατά τις πρώτες μέρες του έτους που εντός ολίγου αποχαιρετάμε και τους επόμενους 12 μήνες που ακολούθησαν δεν συνάντησε κάποιον "άξιο" ανταγωνιστή. 

Όπως και να 'χει και φέτος υπήρχαν εκείνες οι στιγμές στις οποίες κάτι μας έκανε "κλικ" και θα τις θυμόμαστε. Στο top-10 ταινιών που ακολουθεί για παράδειγμα θα συναντήσετε 4 ταινίες τις οποίες ο γράφων είδε από δύο φορές. Για διαφορετικούς λόγους την καθεμιά. Επίσης τρία από τα δέκα φιλμ που ακολουθούν δεν είχαν διανομή στην Ελλάδα κατά το έτος 2022. Αυτό για να προλάβουμε τις όποιες αντιδράσεις, αλλά και να τονίσουμε κάπως πως την "αμηχανία" που χαρακτηρίζει την ελληνική διανομή. Αυτά τα λίγα εισαγωγικά. Πάμε!

10 ~ "Kimi" του Στίβεν Σόντερμπεργκ

Αγαπάμε διαχρονικά Στίβεν Σόντερμπεργκ για δύο βασικούς λόγους: 1ον γιατί κάθε του ταινία κουβαλάει πολλά "κιλά" κινηματογαρφικής γνώσης, ιστορίας, αναφορών και σημειολογίας. 2ον γιατί ενώ είναι μεγάλος γνώστης της ιστορίας του σινεμά, αλλά και ένας εδραιωμένος εδώ και χρόνια δημιουργός, δείχνει μια "αφοβιά" στο να ρισκάρει με τους κώδικες επικοινωνίας με το κοινό και τις τεχνικές που χρησιμοποιεί. Το "Kimi" για παράδειγμα φέρει εύστοχα το "βάρος" της ιδεάς του χιτσκοκικού "Σιωπηλού Μάρτυρα" ή του "Blow Out" του Ντε Πάλμα, αλλά ταυτόχρονα είναι και μια από τις ελάχιστες ταινίες που "έπιασε" τα δυστοπικά vibes της πανδημίας του κορονοϊού και της ανθρώπινης αποστασιοποίησης τόσο εύστοχα και τόσο τρομακτικά. Σημείωση: αυτή είναι μία από τις τρεις ταινίες χωρίς διανομή στην Ελλάδα. 

9 ~ "White Noise" του Νόα Μπάουμπαχ

Μας μπέρδεψε αρκετά το "White Noise". Ίσως γιατί είναι η πρώτη φορά που o Νόα Μπάουμπαχ ξεφεύγει από την "ασφάλεια" ενός σινεμά "γουντιαλενικού" που επικεντρώνεται στα αδιέξοδα και τις νευρώσεις του μεσοαστού Αμερικάνου και την "ψάχνει" στα πιο αχαρτογράφητα μονοπάτια της pop κουλτούρας και της συλλογικής αμερικάνικης υστερίας. 

Το αποτέλεσμα για την πλειοψηφία των κριτικών και του κοινού μάλλον δεν λειτούργησε. Δεν συμφωνούμε. Ο Μπάουμπαχ αξιοποιεί το πρωτογενές υλικό του βιβλίου του Ντον Ντε Λίλο σαν καμβά πλοκής για να φιλοτεχνήσει πάνω της το δικό του πλέγμα προβληματικών και αγωνιών που έχουμε δει πολλάκις στη φιλμογραφία του. Τελικά, το "White Noise" κατορθώνει να είναι σινεμά βαθιά φιλοσοφικό και υπαρξιακό. Μια ταινία γοητευτικά άνιση στο ύφος της, όμως αβάσταχτα σκεπτόμενη στα θέματα που διερευνά. Εύστοχα αλληγορική. Καθόλου διδακτική. Έμμεσα, αλλά σαρδόνια σαρκαστική (αποκορύφωμα το φοβερό φινάλε). Ένα "παρανοϊκό", αντιφατικό, ιλαροτραγικό κινηματογραφικό δοκίμιο πάνω στο φόβο του θανάτου. Σαν κατά έναν παράδοξο τρόπο τα πνεύματα των Μπέργκμαν, Τσάρλι Κάουφμαν και Γούντι Άλεν να συναντήθηκαν. 

8 ~ "The Stranger" του Τόμας Μ. Ράιτ 

Βλέποντας το "The Stranger" του Τόμας Μ. Ράιτ το μυαλό μου αναπόφευκτα γυρνάει στον Χίτσκοκ. Όχι απαραίτητα επειδή βλέπω έντονες κινηματογραφικές ομοιότητες της ταινίας με το φιλμικό σύμπαν του θείου Άλφρεντ.

Αλλά επειδή υπαρξιακά το "The Stranger" αγγίζει μια πτυχή της χιτσκοκικής "κοσμοθεωρίας" όσο ελάχιστες ταινίες τα τελευταία χρόνια. Αφηγείται μια ιστορία την οποία έχουμε δει και έχουμε ξαναδεί και θα ξαναδούμε στο σινεμά.

Την ιστορία ενός ήρωα που συναντάται με το Κακό. Που το Κακό τον φέρνει στο πιο οριακό σημείο των δικών του παθών και φόβων. Που το Κακό από μια εξωτερική πραγματικότητα μεταμορφώνεται σε μια βάναυση εσωτερική συνειδητοποίηση. Κάτι που εισπνέουμε και εκπνέουμε. Κάτι που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα μας.

Η ίδια ιστορία, λοιπόν, που όμως δίνεται από τον Ράιτ με μια ξεχωριστή, αταξινόμητη και σπάνια αίσθηση ανησυχίας και αγωνίας. Όχι μέσα από ένα σασπένς πλοκής. Αλλά μέσα από μια ζοφερή αίσθηση απειλής, βίας και έκρηξης σε μια ιστορία που παραδόξως μοιάζει αρκετά στατική, "ακίνητη", ίσως και προβλέψιμη σε επίπεδο story. 

Μακριά από την ηδονοβλεπτική υστερία που προάγει η true crime εμμονή της μυθοπλασίας στην pop κουλτούρα (τελευταίο τέλειο παράδειγμα αυτής της υστερίας το "Dahmer" στο Netflix), ο "Άγνωστος" του Ράιτ δεν "ξορκίζει" το κακό αναδεικνύοντας τη φρίκη ενός εγκλήματος ή μια εγκληματικής φύσης, αλλά "ανυψώνει" το "κακό" σαν κάτι αναπόφευκτο, απόλυτα αληθινό, απόλυτα προσιτό και βασανιστικά επικίνδυνο σε χρόνο ενεστώτα.

Και αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά που καθιστά το παράτολμο στοίχημα της ταινίας, κερδισμένο και το ίδιο το φιλμ απόλυτα πετυχημένο.

7 ~ "Peter Von Kant" του Φρανσουά Οζόν

Η δεύτερη ταινία που δεν είχε διανομή στην Ελλάδα. Ένα διαμαντάκι του Φρανσουά Οζόν που μας το "συνέστησε" ο λατρεμένος Τζον Γουότερς στη δικιά του λίστα με τις 10 καλύτερες ταινίες του 2022. Ένας ξεχωριστός φόρος τιμής στα "Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ" του Ράινερ Βέρνερ Φασπίντερ, αλλά και ευρύτερα, μάλλον, στην ίδια την περσόνα του "δημιουργού" Φασπίντερ, αλλά και κάθε "δημιουργού" εδώ που τα λέμε. 

Το "Peter Von Kant", άλλωστε, είναι μια ολοκληρωτικά αυτοαναφορική ταινία στην τέχνη του σινεμά. Από τη γέννηση της έμπνευσης, στην έξαψη της δημιουργίας. Από την γοητεία της "ιδιορρυθμίας" του "δημιουργού" στο ολοκληρωτικό "χάσιμο" που προκαλεί η σκληρότητα της πραγματικής ζωής σε αντιδιαστολή με την εξιδανίκευση της κινηματογραφικής αντανάκλασης. 

Πάνω από όλα, όμως, μια ταινία για τον έρωτα, την εμμονή, τη μοναξιά και την απόλυτη παράδοση στη ματαιότητα ενός πάθους. Ο Ντενίς Μενοσέτ σε μια από τις ερμηνείες της χρονιάς και ο Φρανσουά Οζόν σε ακόμα μια ιδιαίτερη περιπλάνηση στο πιο θεμελιακό και δομικό κίνητρο πίσω από τη δημιουργία κινηματογράφου. 


6 ~ "The Fabelmans" του Στίβεν Σπίλμπεργκ

Δεν δηλώνω φαν του Στίβεν Σπίλμπεργκ, όμως συμβαίνει το εξής παράδοξο τα τελευταία χρόνια: όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο αρχίζω και αγγαλιάζω την "παιδικότητα" που υπάρχει στα κινηματογραφικά του "παραμύθια". 

Στο "The Fabelmans" ειδικότερα υπάρχει κάτι βαθιά προσωπικό, κάτι γλυκά αυτοαναφορικό, αλλά πάνω από όλα μια τεράστια "παιδική" και αναλοιωτη αγάπη για το ίδιο το σινεμά. Και νομίζω ότι αυτό από μόνο του είναι χρήσιμο και κρίσιμο στις εποχές που διανύει ο κινηματογράφος. 

Και λίγο γλυκόπικρο, αφού τα τελευταία χρόνια οι ταινίες των μεγάλων παλιών μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με "απολογισμούς" κάποιων άλλων, μακρινών, ένδοξων εποχών της 7ης τέχνης. Το σημαντικό είναι πως στο "The Fabelmans" ο Σπίλμπεργκ αναβιώνει συγκινητικά τη διαχρονικότητα του σινεμά και την πάγια ανάγκη να επιστρέφουμε πάντα στις ρίζες του. 

Και ένα bonus: η υπέροχη τελευταία σκηνή της ταινίας. Δεν λέμε περισσότερα. 

5 ~ "Crimes of the Future" του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ 

Η πρώτη από τις τέσσερις ταινίες που χρειάστηκε να δω και δεύτερη φορά μέσα στη χρονιά. Το εντυπωσιακό στα "Εγκλήματα" είναι πως ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ παρά την ηλικία του, παραμένει "μπροστάρης" στα σκεπτικά και τις ιδέες του με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έμοιαζε πρωτοποριακός και αταξινόμητος όταν ξεκίνησε την πορεία του στο σινεμά. 

Σώμα και τεχνολογία, συναισθήματα και τεχνολογία, μελλοντικές κοινωνίες γραφειοκρατίας, δυστοπίες που τελικά δεν είναι τόσο μακρινές και όλα αυτά στους σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας όπου μοιάζουν το ανατριχιαστικά ιδανικό ντεκόρ. 

4 ~ "Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο" του Γιοακίμ Τρίερ 

Το "The Worst Person in the World" είναι η ταινία της γενιάς αυτών των millenials που μπουρδουκλώνονται μέσα στο χρόνο, και ταυτόχρονα μια ταινία που μπορεί να μιλήσει στις προηγούμενες γενιές και που θα μπορέσει να μιλήσει και στις επόμενες. Μια φρενήρης κινηματογράφηση των πιο απλών στιγμών της πιο απλής ζωής πάνω στην οποία ο Γιόακιμ Τρίερ μέσα από το μοναδικά εκφραστικό πρόσωπο της Renate Reinsve επανανοηματοδοτεί την έννοια της "κινηματογραφικής συγκίνησης" φτιάχνοντας σινεμά υπαρξιακό και feelgood, ρεαλιστικό και υπερβατικό, ρομαντικό και μελαγχολικό, στενάχωρο, αστείο και 100% ζωντανό.

Συνοπτικά και χωρίς πολλές αναλύσεις, το "The Worst Person in the World" είναι από τις λίγες ταινίες των τελευταίων χρόνων που σου δίνει το δικαίωμα να την ερωτευτείς ολοκληρωτικά με όσα ένας κινηματογραφικός (και όχι μόνο) έρωτας συνεπάγεται (πάθος, πόνος, χαρά, πένθος κλπ.). Επίσης είναι μια ταινία που υφολογικά και αφηγηματικά ξετυλίγεται με τρόπο σύγχρονο, αταξινόμητο και αυτόνομο, δινώντας σου όμως ταυτόχρονα την αίσθηση ότι με συνέπεια τιμά τις ρίζες και τις εμπνεύσεις της (από τον Μπέργκμαν και τον Γούντι Άλεν μέχρι το γκράφικ νόβελ).

Κρατήστε την εναρκτήρια σκηνή εισαγωγής στον χαρακτήρα της ηρωίδας και το υπέροχο μοντάζ το οποίο την απογειώνει. Όλο το κεφάλαιο του πρώτα του χωρισμού και αργότερα του οριστικού αποχωρισμού του ζευγαριού στο νοσοκομείο (εμβληματικές και τόσο αληθινές στιγμές αμφότερες). Το αμιγώς μπεργκμανικό σκηνικό συναναστροφής, συνύπαρξης και σύγκρουσης των ζευγαριών στην εξοχή και τη φοβερή γραφή του Τρίερ στο κεφάλαιο της "Απάτης".

Και οι πιο ρομαντικοί ίσως συναισθανθούν την απόλυτη αίσθηση απελευθέρωσης όταν η Τζούλι μαγικά παγώνει το χρόνο και αρπάζει την ευκαιρία που της δίνει το ίδιο το σινεμά - έστω πρόσκαιρα - να αλλάξει τη ζωή της όπως τα στιγμιαία όνειρα της την καθοδηγούν. Μέχρι ο χρόνος να συνεχίσει να μετράει αντίστροφα αμείλικτος.

3 ~ "The Banshees of Inisherin" του Μάρτιν ΜακΝτόνα 

Χαρισματικός σεναριογράφος, σπουδαίος και λεπτολόγος κινηματογραφιστής, μετρ της διακριτικής σκιαγράφησης των πιο σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης ύπαρξης, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα επαναφέρει μαζί το πρωταγωνιστικό δίδυμο Γκλίζον-Φάρελ της υπέροχης "Απόστολης στην Μπριζ"  σε ένα βραδυφλεγές δράμα που ρέει μελαγχολικά προς μια σκληρή, υπαρξιακή κορύφωση που σε χτυπάει βαριά εκεί που δεν το έχεις καταλάβει. 

Βαριά όσο η πορεία της ζωής ενός μοναχικού ανθρώπου προς το θάνατο σε μια επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας εν μέσω του εμφυλίου. 

2 ~ "Decision to Leave" του Παρκ Τσαν-Γουκ 

Tο "Decision to Leave" μοιάζει να πιάνει το νήμα του χιτσκοκικού "Vertigo" και με αφορμή το "ΜακΓκάφιν" μιας αινιγματικής  πλοκής βρίσκει την ιδανική ευκαιρία να αφηγηθεί την σπαρακτική και επώδυνη ιστορία ενός ανθρώπου που συγκρούεται με το Κακό, με τα σκοτάδια του, με τις αναστολές και τα πρέπει που τον κυκλώνουν. Όσο η ρουτίνα και ο φορμαλισμός του "απειλούνται" με την εισβολή της Γυναίκας στη ζωή του, άλλο τόσο οι προβληματικές της ταινίας επεκτείνονται σε μονοπάτια πιο σκληρά υπαρξιακά και δύσβατα.

Ο ήρωας μας συγκρούεται με το καθήκον του, αμφισβητεί την επιβεβλημένη "κανονικότητα" που ο κοινωνικός του ρόλος του επιτάσσει, φάσκει και αντιφάσκει μεταξύ του ηθικά σωστού και αυτού που μπορεί να τον κάνει να ζήσει ελεύθερος, να αισθανθεί, να αγαπήσει, να ξεπεράσει τον φόβο του. Μέχρι στο τέλος - πάλι στα βήματα του "Vertigo" - να μπορέσει από τη μια να νικήσει τους φόβους με ένα, όμως, βαρύ τίμημα, μια τραγική και ολέθρια θυσία (ο θάνατος μιας "άλλης" Μάντλεν).

Εντωμεταξύ στις 2 ώρες διάρκειας της ταινίας ο Παρκ Τσαν-γουκ χειρίζεται με αξιοθαύμαστη αυτοπεποίθηση διαφορετικές μορφές αφήγησης. Υπερβαίνει τα όρια του χώρου και του χρόνου, εντάσσει την τεχνολογία και τα κινητά τηλέφωνα ως εργαλεία εξέλιξης της πλοκής και συνάμα σαν νέα "όργανα" εμπλοκής στο κινηματογραφικό του γίγνεσθαι (βλ. η σημασία των μηνυμάτων και η τελική ηχογράφηση που δίνει και την μοιραία λύση στην ιστορία). Ταυτόχρονα η κινηματογράφηση, τα κάδρα του, οι τοποθεσίες που έχει επιλέξει και οι εναλλαγές στον ρυθμό του μοντάζ πάντα μοιάζουν να έχουν ένα σκεπτικό, έναν στόχο, να αποτελούν μια καθοριστική ψιφίδα στο παζλ της ανάπτυξης των ηρώων, αλλά και να τροφοδοτούν υποδόρροια και διακριτικά μια ειρωνική και γλυκόπικρη σημειολογία σε κάθε πεδίο της δράσης.

1 ~ "Πίτσα Γλυκόριζα" του Πολ Τόμας Άντερσον

Το "Πίτσα Γλυκόριζα" μοιάζει με μια εφηβική ονείρωξη. Μια ταινία "φαντασίας", στην οποία η νιότη κυριαρχεί και μονοπωλεί την πραγματικότητα της αφήγησης. Η ροή του χρόνου και των γεγονότων μοιάζει πειραγμένη και τριπαρισμένη. Σαν να έχει βγει απευθείας από τις σκέψεις ενός 15χρονου αγοριού που "προβάλλει" τον εαυτό του ως τον απόλυτο πρωταγωνιστή της ταινίας (παιδικού ναρκισσισμού) που έχει στο μυαλό του για τον ίδιο του τον εαυτό.

Οι έφηβοι ήρωες στο "Πίτσα Γλυκόριζα" κυκλοφορούν ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους και το Χόλιγουντ της εποχής, πίνουν κόκα κόλα στα στέκια των διάσημων, έχουν οικονομική αυτοτέλεια και οι γονείς τους είτε δεν υπάρχουν, είτε είναι αμέτοχοι και απαθείς. Ο άγουρος μικρόκοσμος τους που μυρίζει με τις ορμόνες της πρώτης σεξουαλικής επαγρύπνησης γίνεται στα χέρια του Άντερσον η μόνη πραγματικότητα που έχει νόημα.

Μια πραγματικότητα υπερβατική, ρομαντική, ερωτική και ερωτεύσιμη. Ένα σύμπαν γλυκόπικρο, cringe, αστείο και μέσα στην απλοϊκότητα του τόσο υπαρξιακό, βαθύ και έντονο. Μια περιπέτεια ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων που μόνο η μαγεία του σινεμά μπορεί να τις κάνει πραγματικότητα.

Να μην ξεχάσουμε...

Η πιο εντυπωσιακή ταινία της χρονιάς: η φαντασμογορία του Μπαζ Λούρμαν στο "Elvis".

Η καλύτερη ελληνική ταινία: Το αλμοδοβαρικό μελόδραμα "Broadway" του Χρήστου Μασσαλά.

Η μεγαλύτερη "φόλα" της χρονιάς: Το wtf "Bones and All" του - σε σύγχυση - Λούκα Γκουαντανίνο

Η μεγαλύτερη απογοήτευση της χρονιάς: το "The Northman" του Ρόμπερτ Έγκερς - πολύς θόρυβος για το τίποτα.

Η πιο ευχάριστη έκπληξη: το ευαίσθητο "Three Thousand Years of Longing" του Τζωρτζ Μίλερ


γράφει ο Θοδωρής Λέννας