Κινηματογραφική Ανασκόπηση 2023: Οι 10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς


Το 2023 ήταν μια περίεργη χρονιά για τον γράφοντα και για τα Τετράδια Σινεμά.  Η πληροφορία αυτή δεν αφορά την πλειοψηφία των αναγνωστών - πιθανόν να μην αφορά και κανέναν-, αλλά αφού η σελίδα είναι εντελώς ερασιτεχνική και εντελώς προσωπική έχει μια κάποια σημασία μιας και μιλάμε για ανασκοπήσεις και απολογισμούς. 

Η ουσία είναι ότι ακόμα και υπό συνθήκες ραγδαίων μεταβολών, αποχωρισμών, λιγότερου χρόνου για τη σελίδα και περιορισμών από το facebook, είδαμε και φέτος σινεμά... πολύ σινεμά. Και συνεχίζουμε για τέταρτη χρονιά να διατηρούμε ζωντανή αυτή την μικρή εστία κινηματογραφικού, διαδικτυακού διαλόγου. 

Για ακόμη μια χρόνια, λοιπόν, παρουσιάζουμε τις 10 καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Η λίστα αυτή αφορά ταινίες που κυκλοφόρησαν στις ελληνικές αίθουσες το 2023, αλλά και νέα φιλμ που είδαμε είτε σε φεστιβαλικές προβολές, είτε σε πλατφόρμες streaming. 

Τι θετικό κρατάμε από αυτον τον απολογισμό; Το ότι για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια δυσκολευτήκαμε να διαλέξουμε την ταινία νο 1. 

Τι απολογίζουμε αρνητικά; Οτι αποχαιρετάμε το «Ιντεάλ» και ότι οι κινηματογράφοι της Αθήνας παλεύουν για την επιβίωση, ενώ στη θέση τους ορθώνονται ξενοδοχεία και ενώ ο πολιτισμός ασφυκτιά σε μια πόλη που διαρκώς αλλάζει. 

Οπως και να' χει, με την ελπίδα να ανταμώνουμε περισσότερο στις αίθουσες το 2024, ξεκινάμε το top 10!

10 ~ «Afire» του Κρίστιαν Πέτζολντ 

Από την καλοκαιρινή αναλαφρότητα, στο θανατερό «κοκκίνισμα» του ουρανού, ο Κρίστιαν Πέτζολντ φιλοτεχνεί μια υπαρξιακά ειρωνική και χιουμοριστική διαδρομή, με επίκεντρο τον Λεόν, τον «παράξενο» και αποστασιοποιημένο από την εξωτερική πραγματικότητα συγγραφέα - κεντρικό ήρωα της ταινίας.

Μια πιο προσωπική ανάγνωση: Ενιωσα σχεδόν μεταφυσική ταύτιση με τον Λεόν. Με την επιμονή του να βλέπει τον κόσμο και τους ανθρώπους αφ' υψηλού, επειδή απλούστατα αδυνατεί ή φοβάται να τους προσεγγίσει και να τους νιώσει. Με την «ασπίδα» αποδόμησης, και τάχα «διανοουμενίστικής» κριτικής στις αδυναμίες και στα πάθη τους που τόσο άγαρμπα χρησιμοποιεί. Με την επιμονή του να απέχει από αυτά τα πάθη: να μην αντέχει να ακούει την Νάντια να κάνει σεξ στο διπλανό δωμάτιο, να μην εμπλέκεται στις συζητήσεις περί έρωτα, έλξης, πάθους, να μην κάνει καν μπάνιο στη θάλασσα.

Ο «Κόκκινος Ουρανός» είναι η ιστορία μετάβασης από τον εσωτερικά υπερπροστατευτικό και ναρκοθετημένο κόσμο του Λεόν, στην αντιφατική, έντονη, σαρκική, ορισμένες φορές σκληρή, ακόμα και τραγική εξωτερική πραγματικότητα. 

Στην εξωτερική πραγματικότητα, όπου η αέρινη Νάντια που στα μάτια του Λεόν μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο ως ένα «ξωτικό» βγαλμένο από τη λογοτεχνία, προσγειώνει τον ήρωα στον αληθινό κόσμο των συναισθημάτων. Στη στιγμή, όπου το μπλαζέ, απαθές και μονίμως ενοχλημένο βλέμμα του Λεόν δίνει τη θέση του στην τρυφερή, σχεδόν ερωτική, σχεδόν ερωτευμένη και πολύ γρήγορη και κοφτή ματιά ... στα μάτια της Νάντια. 

9 ~ «The Boy and the Heron» του Χαγιάο Μιγιαζάκι

Πιθανώς η τελευταία ταινία στην καριέρα του θρυλικού Χαγιάο Μιγιαζάκι αποτελεί ένα ακόμα σπουδαίο κομψοτέχνημα αισθητικής, χρωμάτων, σχεδίων, αναμνήσεων, θρύλων και νοσταλγίας. 

Στο μυθικό σύμπαν του Ιάπωνα δημιουργού η πραγματικότητα για ακόμη μια φορά τέμνεται διαρκώς από τους εφιάλτες, τις φοβίες, τα φαντάσματα και τη φαντασία των ηρώων. Στη νέα του ταινία δε, κυριαρχεί μια αίσθηση πιο αυτοβιογραφική, πιο προσωπική. Σαν ο Μιγιαζάκι να θέλει να γράψει ένα γράμμα αγάπης και στοργής στις επόμενες γενιές δημιουργών και κινηματογραφόφιλων. 

Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακά χορταστικό, πληθωρικό, αλλά και ένα τσικ περισσότερο συγκινητικό από όσο είχαμε προβλέψει. Μια ανασκόπηση του ίδιου του Μιγιαζάκι για έναν κόσμο στον οποίο συνυπάρχουν η σκληρότητα και η ευαισθησία, το φως με το σκοτάδι, η ζωή και ο θάνατος. Με υπέρτερη δύναμη, όμως, πάντα την αγάπη. 

8 ~ «Fallen Leaves» του Ακι Καουρισμάκι

Στο «Fallen Leaves» του Ακι Καουρισμάκι το σινεμά είναι παντού. Οχι σαν ένας ξερός «φόρος τιμής» - μια φράση κλισέ που χρησιμοποιούν πολύ εύκολα και ανώδυνα κριτικοί και γραφιάδες του σινεμά, αλλά σαν οργανικό κομμάτι της συναισθηματικής υπέρβασης που επιδιώκουν οι δύο ήρωες του φιλμ. 

Σινεμά ταξικό, γλυκόπικρο, ταξιδιάρικο, αστείο και λυπητερό. Ενα κλασσικο «καουρισμακικό» παραμύθι όπου ατελείς άνθρωποι αναζητούν διαφυγές ζεστασιάς, αγάπης και συντροφικότητας σε έναν κόσμο ψυχρό, παγωμένο και άδικο. 

Υπέροχα τραγούδια, θεσπέσιες και μελετημένες στη λεπτομέρεια σινεφίλ αναφορές και ένα ιδιόρρυθμο love story που δεν γνωρίζαμε ότι είχαμε τόσο ανάγκη, καθιστούν το «Fallen Leaves» μια ακόμη σπουδαία ταινία της ύστερης πλέον φιλμογραφίας του Φινλανδού δημιουργού. 

7 ~ «Στο Γραφείο Καθηγητών» του Ιλκέρ Τσατάκ

Ταινία που λατρεύτηκε στη Γερμανία την προηγούμενη χρονιά, το «Στο Γραφείο Καθηγητών» του Γερμανού -τουρκικής καταγωγής- Ιλκέρ Τσατάκ μας κέρδισε για δύο λόγους. 

Πρώτον, για την εξαιρετική του κινηματογράφηση. Ασφυκτική, έντονη, αδιάκοπη, εστιασμένη στην αφηγηματική ουσία, απολύτως μεστή, η γραφή του Τσατάκ δεν σου επιτρέπει να πάρεις ανάσα, ενώ η επίμονη καταγραφή της ηρωίδας (εξαιρετική η Λεονί Μπενές) συμπυκνώνει το πολιτικό φορτίο και τις ιδεολογικοκοινωνικές συγκρούσεις που απασχολούν την ταινία. 

Εδώ εντοπίζεται ο δεύτερος λόγος που καθιστά την ταινία σπουδαία. Στα ερωτήματα που θέτει και που αποπειράται να απαντήσει χωρίς ίχνος διδακτισμού: Μπορεί μια εκπαιδευτικός ή ένας οποιοσδήποτε πολίτης να εκπροσωπεί το ορθό και το δίκιο με τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση ότι υπάρχει ένα εξιδανικευμένο μονοπάτι συμπεριφορών που οδηγεί σε αυτό; 

Τελικά τι είναι δίκιο και τι είναι άδικο σε έναν κόσμο που τέμνεται από ταξικές - και όχι μόνο - αδικίες; Και πόσο επώδυνη και ανατρεπτική μπορεί να είναι η διαδρομή προς την εξεύρεση της αλήθειας και του σωστού, όσο δίπλα ορθώνονται άδικοι μηχανισμοί και απρόσωπες γραφειοκρατίες υπέρτερες της καλής πίστης του ενός; 

6 ~ «The Holdovers» του Αλεξάντερ Πέιν

Σινεμά παλαιάς κοπής και φόρμας που λείπει στις μέρες μας. Ο Αλεξάντερ Πέιν είχε καιρό να γυρίσει μια πραγματικά καλή ταινία. Στο «The Holdovers» είχε την τύχη να πατήσει πάνω σε ένα εξαίρετο σενάριο και να παραδώσει μια από τις καλύτερες ταινίες της καριέρας του. 

Απλό φιλμ, κλασσικά «αμερικάνικο», ελαφρώς διδακτικό, αλλά ταυτόχρονα εντυπωσιακά καλοδουλεμένο όσον αφορά τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του, ενός μοναχικού, κακότροπου καθηγητή και ενός εκ πρώτης όψεως κακομαθημένου κολλεγιόπαιδου που ξεμένει με τον καθηγητή στο πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο του στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών. 

Με τον Πολ Τζιαμάτι και τον πρωτοεμφανιζόμενο Ντόμινικ Σέσα (πραγματική αποκάλυψη ο μικρός) να διαμορφώνουν μια μοναδική χημεία στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, ο Πέιν παραδίδει ένα υπέροχο χριστουγεννιάτικο παραμύθι το οποίο μπολιάζει με τις κατάλληλες δόσεις χιούμορ και μελοδραματισμού, χωρίς ποτέ να χάνει το μέτρο. Πυξίδα του, ένα δουλεμένο στην εντέλεια σενάριο που επιλέγει στις ιδανικές ποσότητες και στις σωστές χρονικότητες, τις ανατροπές και τις κλιμακώσεις του που θα οδηγήσουν σε ένα λυτρωτικό και συγκινητικό φινάλε. 

5 ~ «Το Χρονικό ενός Εφήμερου Ερωτα» του Εμανουέλ Μουρέ

Παντρεμένος άνδρας και ανύπαντρη μητέρα συναντώνονται, νιώθουν ερωτική έλξη και αποφασίζουν να βρίσκονται περιστασιακά χωρίς καμία δέσμευση και να απολαμβάνουν ανέμελα αυτές τις στιγμές. 

Ο Εμανουέλ Μουρέ φέρνει κοντά τον Γούντι Αλεν, τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν και τον Ερικ Ρομέρ, σε ένα έργο υψηλής διαλεκτικής αξίας, μελετημένης και λεπτομερούς (από εκεί που δεν το περιμένεις) σκιαγράφησης των ηρώων και ενός πανέξυπνου φινάλε που με σύγχρονους όρους επαναπροσεγγίζει τη γουντιαλενική μελαγχολία του «τέλους» του έρωτα, αλλά και των βάναυσα διαφορετικών οπτικών υπό τις οποίες τα δύο μέρη αυτής της «εφήμερης σχέσης» επεξεργάζονται τα συναισθήματα και τα «θέλω» τους. 

Το ειρωνικό και πικρό για τον έναν από τους δύο ήρωες συμπέρασμα: Μπορεί τελικά στη ζωή μας ένα συναίσθημα, τόσο έντονο όσο ο έρωτας, να είναι εφήμερο; 

4 ~ «Dogman» του Λικ Μπεσόν 

Η επιστροφή του αμφιλεγόμενου και υπό διωγμόν τα τελευταία χρόνια ένεκα MeToo, Λικ Μπεσόν, μάλλον, απογοήτευσε εχθρούς και φίλους του Γάλλου πάλαι ποτέ οραματιστή δημιουργού. Άδικα λέμε εμείς. 

Το «Dogman» έχει όλα τα στοιχεία για τα οποία το μπρεσονικό σινεμά λατρεύτηκε στο παρελθόν: παραμυθένια, ρυθμική αφήγηση, γκροτέσκο αισθητική και ήρωες του περιθωρίου, μοναχικούς, με αυτόνομους ηθικούς κώδικες, ξένους από τις συμβάσεις ενός κατά κανόνα εχθρικού κοινωνικού περιβάλλοντος. 

Σινεμά λαϊκό, αλλά όχι λαϊκίστικο. Με απλά, άλλα όχι απλοϊκά κοινωνικά μηνύματα και κυρίως σινεμά με μεγάλη καρδιά που μέσα στην μελό extravaganza του σε κάνει να δακρύζεις. 

3 ~ «Babylon» του Ντάμιεν Σαζέλ

Ένα ανισόρροπο αριστούργημα που βουτάει περισσότερο στη μυθολογία πίσω από την ιστορία του Χόλιγουντ, παρά στην ακριβή ιστορική απεικόνιση αυτής της «μυθολογίας». Μια ταινία – προορισμένη για τη μεγάλη οθόνη – που μας θυμίζει ότι πίσω από την υψηλή δημιουργία, πίσω από το αξιομνημόνευτο και το διαχρονικό κάθε καλλιτεχνικού επιτεύγματος, δεν υπάρχουν πάντα αγνές και «ηθικές» προθέσεις.

Μια ιστορία που ταυτίζει το βέβηλο και το ανόσιο, με τη γέννηση της τέχνης εκείνης που «χωράει μέσα της όλες τις άλλες τέχνες» και που φλερτάρει διαρκώς με την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή. Μια ταινία που μπορεί να μας ανυψώσει στην πιο απερίγραπτη και άρρητη ομορφιά του «παραδείσου» όταν μας μεταφέρει στα σετ μιας ταινίας ή όταν βλέπουμε την Μάρκο Ρόμπι να δακρύζει ξανά και ξανά στο γύρισμα της πρώτης της σκηνής και αμέσως μετά να μας βυθίσει στην πιο σκοτεινή γωνία της κόλασης, όταν ο Τόμπι Μαγκούαιρ μας οδηγεί στα άδυτα της πιο μεθυστικής και αποκρουστικής φρίκης που κρύβεται κάτω από (αλλά και μέσα στο) Χόλιγουντ.

Τι είναι τελικά η «Βαβυλώνα»; Ένα άνισο love story – σαν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του «γλυκανάλατου» «La La Land». Μια ελεγειακή ιστορία με φαντάσματα, αγγέλους, δαίμονες και φρικιά που αναζητούν τη «θέωση» τους μέσα από την αντανάκλαση του σινεμά. Μια αλαζονική επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων και άνισων μεταβάσεων από το δράμα στην κωμωδία και από την παρωδία στην πιο σκληρή τραγωδία. Αλλά πάνω από όλα μια ταινία με «καρδιά». Κινηματογραφική καρδιά και άφθονη αγάπη, αλλά και πίστη στη «θρησκεία» του κινηματογράφου.

2 ~ «Ζώνη Ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ

Καταπράσινη οικογενειακή έπαυλη. Λουλούδια, πισίνα, παιδιά που παίζουν, υπηρέτριες που εργάζονται, κοσμικές συναντήσεις. Ολα αυτά, ένας τείχος απόσταση από τη φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Αουσβιτς. 

Ποτέ δεν βλέπουμε την κτηνωδία της απέναντι πλευράς. Ο Γκλέιζερ γνωρίζει ότι την γνωρίζουμε. Η πραγματική φρίκη άλλωστε βρίσκεται στην πλευρά του οίκο τον Ες. Εκεί όπου η οικογένεια πρότυπο απασχολείται με τις μικρές και τις μεγάλες καθημερινές της υποχρεώσεις. Ο μπαμπάς πάει στη δουλειά με το άλογο του. Τα παιδιά παίζουν. Η μητέρα αγωνιά για τη διατήρηση αυτής της ευτυχίας που φαντάζει δικαιωματική για τους ίδιους. 

Οι ήχοι από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, οι κραυγές, οι καπνοί που αποτελούν ένα μακρινό αισθητικό φόντο, δεν διαταράσσουν την απάθεια με την οποία η Ες οργανώνουν τη ζωή τους. Κι εμείς γνωρίζουμε τι συμβαίνει δίπλα και οι ίδιοι γνωρίζουν. Κι όμως αμφότεροι ασχολούμαστε - ηθελημένα και μη - με τη μικροαστική ζωή των θυτών. Πόσο ανατριχιαστική και δυσφορική διαπίστωση; 

Πολλοί επικαλέστηκαν σωστά την «κοινοτοπία του κακού» που έχει περιγράψει η Χάνα Αρεντ για να μιλήσουν για την ταινία. Σε τι συνίσταται αυτή η κοινοτοπία, όμως; Ο Γκλέιζερ απαντά με την ψυχρή, σχεδόν απάνθρωπη κινηματογράφησή του - με κάμερες σταθερές, βιδωμένες σε διάφορα σημεία σαν σε ριάλιτι. 

Η κοινοτοπία του κακού δεν είναι μόνο η κανονικοποίηση της φρίκης. Είναι η δικαιωματική αίσθηση της ευτυχίας. Είναι η ταύτιση της οικογενειακής γαλήνης και της κανονικότητας με τη γειτνίαση δίπλα στο απόλυτο κακό (βλ. σκηνή στο ποτάμι). Είναι η ταξική προέλευση των Ες - ο πατέρας αγρότητας, η πεθερά κάποτε πλύστρα Εβραίων. Είναι η στεγνή εισβολή της βαρβαρότητας στον καθημερινό λόγο, στην καθημερινή σκέψη. Αβολη, δυσφορική, μεγαλειώδης ταινία. Σινεμά αταξινόμητο. 

1 ~ «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» του Μάρτιν Σκορσέζε

Η πολλαπλή τραγωδία πίσω από τη γέννηση του "έθνους" της Αμερικής. Μια ελεγειακή απεικόνιση της επιδημίας του κακού, της απληστίας και της νοσηρότητας και του δαιμονικού τρόπου με τον οποίο αυτή η επιδημία εξαπλώνεται μολύνοντας θύματα και θύτες. 

Μια αρχετυπική ιστορία ανόδου και πτώσης. Έρωτα και προδοσίας. Εγκλήματος και τιμωρίας. Με έντονη μια σαιξπηρική σκιά: "Καλύτερα ποιος είσαι να μην ξέρεις, παρά να είσαι αυτό που έχεις κάνει", θα λέει μια φωνή στον Έρνεστ Μπερκχαρτ. Η ίδια φωνή που έλεγε τα ίδια λόγια στον Μακμπεθ. 

Ταυτόχρονα, ένα υπέροχα αυτοαναφορικό hommage στην ίδια την σκορσεζική μέθοδο κινηματογράφησης αυτής της πορείας ανόδου-πτώσης: ήρωες γελοίοι, υπερβολικοί, έντονοι, τόσο αληθινοί και τόσο ευτελείς σε όλη τη διάρκεια του κύκλου τους. Για αυτό και το μέγεθος της τραγωδίας καταλήγει τόσο σπαρακτικό και ολέθριο. 

Το μεγαλύτερο ερμηνευτικό ρίσκο του Ντι Κάπριο. Η αποθέωση της ερμηνευτικής δωρικότητας από την Λίλι Γκλαντστοουν που κράτα την ψυχή της ταινίας. Επιβλητικός Ντε Νίρο. Αν κάποιος νέος σινεφίλ δεν έχει δει παλαιότερες ταινίες του διδύμου Σκορσέζε-Ντε Νίρο, αρκεί να συγκρίνει τη μεθοδολογία ερμηνείας στον "Ιρλανδό" και στους "Δολοφόνους" για να καταλάβει το εύρος αυτού του μυθικού ηθοποιού. Σπουδαίος Μάρτι. Σπουδαίο σινεμά. 

Να μην ξεχάσουμε...

  • Το φαινόμενο «Barbenheimer» που έφερε τον κόσμο στα σινεμά για τους σωστούς και τους λάθους λόγους...
  • Τον Αθηναϊκό Σεπτέμβριο του Γούντι Αλεν. Τον είδαμε για πρώτη φορά από κοντά στο Ηρώδειο και απολαύσαμε το αξιοπρεπέστατο και ολόφρεσκο «Γυρίσματα της Τύχης»...
  • Τη διεύθυνση παραγωγής και την κινηματογραφική ματιά της «Φόνισσας» της Ευας Νάθενα. Ως εκεί...
  • Το αμφιλεγόμενο «May December» του Τοντ Χέινς που ίσως εκτιμηθεί λίγα χρόνια αργότερα περισσότερο...
  • Το ατυχές πρώτο θερινό της σεζόν με τα «Μπάσταρδα»...
  • Το φιάσκο του Ρίντλεϊ Σκοτ με τον «Ναπολέοντα»...
  • Την ευχάριστη έκπληξη των φετινών «Νυχτών Πρεμιέρας» με το «How to Have Sex»...
  • Την -εκ νέου- βαρετή επιστροφή της Σοφία Κόπολα με το «Priscilla»...
  • Το υπέροχο «Passages» του Αιρα Σακς που φλέραρε με την 10αδα, όπως και το «Monster» του Κόρε-Εντα...

γράφει ο Θοδωρής Λέννας