«Barton Fink»: Όταν οι αδελφοί Κοέν αναζητούσαν την «ζωή του μυαλού»


Κάννες 20 Μαίου 1991: ένα κινηματογραφικό θαύμα συντελείται. Η ταινία «Barton Fink» των αδελφών Κοέν κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα, το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας και καλύτερης ανδρικής ερμηνείας του 44ου Φεστιβάλ των Καννών, σε μια χρονιά μάλιστα όπου στο διαγωνιστικό τμήμα συνυπήρχαν ταινίες όπως η «Ωραία Καυγατζού» του Ζακ Ριβέτ και η «Ζούγκλα της Ασφάλτου» του Σπάικ Λι. 

Παρά την μετέπειτα απογοητευτική πορεία της ταινίας στο αμερικάνικο box office, ο κινηματογραφικός χρόνος έχει αποδείξει ότι το «Barton Fink» αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα δείγματα του αμερικάνικου σινεμά των 90s. Η κορωνίδα της φιλμογραφίας των αδελφών Κοέν. Ένα υπόδειγμα για το πόσο έντονα, τρομακτικά και εγκεφαλικά μπορεί να χτιστεί η σύγχρονη «μαύρη κωμωδία» ως οριακή ακροβασία μεταξύ του πραγματικού, του φανταστικού και της μυθοπλασίας.  Μια ταινία που απολαμβάνεις να παρακολουθείς ξανά και ξανά, εντοπίζοντας κάθε φορά και μια καινούργια πτυχή της που σου είχε διαφύγει. Μια περιπαικτική αναφορά. Έναν σαρκαστικό γρίφο. Ένα νέο αλληγορικό αίνιγμα. Για αυτό και 30 χρόνια μετά τον θρίαμβο της στις Κάννες επιλέγουμε να την «ξαναδιαβάσουμε» ή καλύτερα να την αποκρυπτογραφήσουμε. 

Λίγο πριν πυκνώσουν τα σύννεφα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο θεατρικός συγγραφέας Barton Fink (η τερατική μορφή του Τζόν Τορτούρο), ο αυτοαποκαλούμενος «ποιητής του απλού ανθρώπου» μετακομίζει από την Νέα Υόρκη στο Χόλιγουντ για να συνεργαστεί με έναν κολοσσό της κινηματογραφικής παραγωγής (το όνομα της εταιρείας Capitol διόλου τυχαίο). Μέσα στις άκρες, του ανατίθεται να γράψει ένα απλοϊκό σενάριο για μια b-movie με ήρωα έναν παλαιστή. Ο Barton πελαγώνει. Έχει χάσει την έμπνευση του. Το κλειστοφοβικό δωμάτιο του αποπνικτικού ξενοδοχείου στο οποίο έχει εγκατασταθεί τον πνίγει. Η ζέστη φουντώνει. Ο κεντρικός διάδρομος του ορόφου του κατακλύζεται από τα παπούτσια των ενοίκων, όμως η ανθρώπινη παρουσία λείπει. Μέχρι να εμφανιστεί με βρόντο και πολύ θόρυβο ο μπρουτάλ Τσάρλι, του οποίου το δωμάτιο συνορεύει με αυτό του Φινκ. 


Ο Τσάρλι είναι ο «απλός άνθρωπος» για τον οποίο ο Fink μονολογεί με αλαζονεία και αυταρέσκεια αναζητώντας την νέα συγγραφική του ιδέα. Κι όμως ο ματαιόδοξος ήρωας των Κοέν αρνείται να τον ακούσει και να τον αφουγκραστεί παρότι ο ίδιος φαίνεται διατεθειμένος να μοιραστεί μαζί του «ιστορίες από την ζωή του». Ο νάρκισσος καλλιτέχνης, εγκλωβισμένος στον κενό μεγαλοϊδεατισμό του περί μιας υψηλής τέχνης που θα αγγίζει την ψυχή του αληθινού κοινού, των βιοπαλαιστών και των καθημερινών ανθρώπων, αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι η έμπνευση είναι δίπλα του. 

Μια απογοητευτική συνάντηση με έναν «λαμπρό» συγγραφέα της εποχής που αποδεικνύεται δυσλειτουργικός πότης, το παράνομο και ζοφερό ρομάντζο του Barton με την συμβία του, η σταθερά φιλική διάθεση του Τσάρλι και ένα γαϊτανάκι παράδοξων ραντεβού με τον παραγωγό και εργοδότη της Capitol, θα οδηγήσουν τον ψυχισμό του Fink στα άκρα. Σημειολογικά αποφασίζει να «μπει στα παπούτσια» του Τσάρλι, συνάπτοντας εν αγνοία του μια διαβολική συμφωνία με το «κακό» και αντάλλαγμα την επάνοδο της έμπνευσης του. 


Ο Barton Fink ολοκληρώνει το σενάριο του. Αυθαίρετα το βαπτίζει αριστούργημα. Βγαίνει έξω και χορεύει σαν μανιακός κραυγάζοντας ότι «είναι συγγραφέας και μόλις ολοκλήρωσε ένα αριστούργημα». Το τίμημα, όμως, δεν έχει πληρωθεί. Η δουλειά του απορρίπτεται από τους παραγωγούς. Ο Τσάρλι επιστρέφει σαν βιβλική φιγούρα εκδίκησης που σώζει και θερίζει ταυτόχρονα. Φωνάζει «do you know the life of the mind?» στον Barton που πλέον φλερτάρει επικίνδυνα με την παράνοια. Η ζέστη έχει φτάσει στα πιο υψηλά επίπεδα. Η οθόνη παίρνει κυριολεκτικά φωτιά. Ούτε εμείς, ούτε ο Barton Fink μπορούμε να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το υποσυνείδητο, το υποκειμενικό από το αντικειμενικό. 

Ο επίλογος θα γραφτεί στην αριστουργηματική σεκάνς της παραλίας. Ο καλλιτέχνης-δημιουργός κουβαλά ένα άγνωστο φορτίο, ένα τρομακτικό δέμα που μπορεί να περιέχει το ίδιο του το κεφάλι. Πορεύεται μόνος, αβέβαιος και ανασφαλής για την «φύση» της έμπνευσης και του ταλέντου του. Μια κοπέλα του απευθύνει τον λόγο, ολοκληρώνοντας το τοπίο της απόλυτης γαλήνης. Ίσως η ομορφιά της απλότητας να είναι αυτό που συνιστά την πραγματική έμπνευση. Το τοπίο από την φωτογραφία ενός καρτ ποστάλ που βρισκόταν στο αποπνικτικό δωμάτιο του Barton όλον αυτόν τον καιρό. Μια εικόνα που ο Barton Fink μέσα στην ταινία παρατηρούσε με απορία και δέος. 

Ένα φινάλε το οποίο σε αφήνει με μια επίγευση απορίας και αμφιβολίας. Αλλά κυρίως με μια απόλυτη αίσθηση δέους. Δέος για αυτό το μοναδικό και δαιδαλώδες ταξίδι που ενορχήστρωσαν οι αδελφοί Κοέν σε μια στιγμή τους απολύτως ελεύθερη, ανόθευτη και ντελιριακή, για να μιλήσουν για τους δαίμονες, τα συμπλέγματα και τα αιώνια ερωτηματικά των ίδιων και κάθε ανθρώπου που προσπαθεί να γίνει φορέας της Τέχνης. Και μάλλον εξαιτίας των παραπάνω, το φιλμ παραμένει τρεις δεκαετίες μετά την πρεμιέρα του εντυπωσιακά φρέσκο.

γράφει ο Θοδωρής Λέννας