Τα Τετράδια Σινεμά επιλέγουν σήμερα τρεις ταινίες ως ιστορικό γραμματισμό της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης.
Ταινίες που δεν ακολουθούν αυστηρά έναν ντοκιμαντερίστικο αλλά μάλλον έναν προσωποκεντρικό - αφηγηματικό ρυθμό που χτίζεται από την καθημερινότητα και από τις έγνοιες των ανθρώπων στο ταραχώδες παλαιστινιακό τοπίο.
1. Γάζα, αγάπη μου (Gaza Mon Amour), των Ταρζάν και Αράμπ Νασέρ (2020).
Έρωτας στα 60, ένας ψαράς και ένα άγαλμα του Απόλλωνα με ηχητικό background πυροβολισμούς στην κατεχόμενη Γάζα. Σωστά. Θα έλεγε κανείς ότι όλα αυτά, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται άκρως σουρεαλιστικά. Η παλαιστινιακή ταινία «Γάζα, Αγάπη μου» δεν αποτελεί, όμως, στο είδος της μόνο μία ιδιάζουσα rom-com στα χρόνια του πολέμου. Πρωταγωνιστής ο Ισάμ (Σαλίμ Ντου), ένας αθεράπευτα ρομαντικός και «γουντελινιακά» εργένης, ο οποίος είναι κρυφά-φανέρα ερωτευμένος με τη Σιχάμ (Ιάμ Αμπάς), μία μοδίστρα, χήρα, Παλαιστίνια, η οποία προσπαθεί να μεταπείσει την νεαρή κόρη της να ξαναπαντρευτεί.
Καθώς οι μέρες περνούν, με τον Ισάμ πότε δειλά-δειλά πότε πιο αισιόδοξα να καλοπιάνει την σκυθρωπή και αέρινη Σιχάμ, ένα παροδικό τζακ-ποτ χτυπάει την πόρτα του σπιτιού ή καλύτερα του καραβιού του, με τον ίδιο να αλιεύει τυχαία ένα άγαλμα του θεού Απόλλωνα σε πλήρη αλλά και εδώ παροδική στύση (Ναι, καλά ακούσατε και μάλιστα θα το δείτε !) Αναμενόμενα, οι αρχές τον πιάνουν στα πράσα, φυλακίζοντας τον μία-δύο φορές για αρχαιοκαπηλία. Σκοπός του; Να παντρευτεί την Σιχάμ, ο κόσμος να χαλάσει (δεν είναι plot twist, έχει ήδη χαλάσει).
Η δεύτερη ταινία των Ταρζάν και Αράμπ Νασέρ παντρεύει έντονα νεορεαλιστικά στοιχεία με πρόζες βγαλμένες ίσως από σκηνές του Γούντι Άλεν και Τζιμ Τζάρμους, σε ένα έδαφος του οποίου ο λαός έχει το δίκιο του να πιστεύει ότι ο έρωτας είναι ένα ξεχασμένο και ασήμαντο χόμπι που αφορά μόνο τους δυτικούς. Παράλληλα, τα πολιτικά γεγονότα στην τηλεόραση του Ισάμ (ακόμα και αν το πρωταρχικό του μέλημα είναι η καρδιά της Σιχάμ!) δεν παύουν να διαδέχονται το ένα το άλλο με το εξής ερώτημα να εξυφαίνεται. Ποιο είναι το μέλλον της Λωρίδας της Γάζας και επομένως των Παλαιστινίων που είναι πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο;
Η μοναδικότητας της «Γάζα, Αγάπη μου» έγκειται στο ότι δεν την αφορά να αποτελέσει ένα πολιτικό σχόλιο. Δεν στρατολογεί ηθικά, ούτε πλάθει μία τετριμμένη ιστορία νεανικού έρωτα που χαροπαλεύει να ανθίσει στην εμπόλεμη ζώνη της Γάζας. Αναδεικνύει ένα ρομάντζο τρίτης ηλικίας που απαξιώνει κωμικά και υπερβολικά αθώα, ακόμη και όταν εκφράζουν την αγάπη τους κάτω από αεροπορίες ισραηλινών σκαφών σαν να δίνουν φιλί κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο γκι.
Τέλος, η ερμηνεία της Ιάμ Αμπάς, γνωστή για τον ρόλο της ως Marcia Roy στην δραματική σειρά Succession, αποπνέει εκείνον τον μυστήριο αέρα μίας γυναίκας και μάνας που εξαιτίας των συνθηκών επιλέγει να κρατά στην ζωή μία χαμηλοβλεπούσα στάση η οποία κουμπώνει μαγνητικά με την παιγνιώδη και ευαίσθητη φύση του Σαλίμ Ντου, χάρη στην ερμηνεία του οποίου μπορούμε να ελπίζουμε ότι στο μαύρο του πολέμου αναποληγητικά υπάρχει και το άσπρο.
2. Απαγορευμένες συναντήσεις ( The Reports on Sarah and Saleem) του Μουαγιάντ Αλαγιάν (2018)
Ένας Παλαιστίνιος. Μία Ισραηλινή. Εκείνος έχει μία έγκυο γυναίκα και ένα μεροκάματο να βγάλει. Εκείνη, μία καφετέρια , έναν σύζυγο συνταγματάρχη να περιμένει από επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης. Το πρωί ο Σαλίμ κάνει παραδόσεις στην Σάρα και εκείνη του ετοιμάζει καφέ. Το βράδυ, όμως, ο Σαλίμ και η Σάρα προγραμματίζουν απαγορευμένες συναντήσεις στο επαγγελματικό βανάκι του. Οι μέρες κυλούν με την ίδια πατέντα αλλά μία συνάντηση της κακιάς στιγμής σε ένα μπαρ στη Βηθλεέμ (υπό Παλαιστινιακό καθεστώς) επιβεβαιώνει αυτό που αρνούνται (ηθελημένα, μάλλον) να συνειδητοποιήσουν. Ότι η ερωτική τους σχέση τους δεν είναι μόνο απιστία (δεν θα ένοιαζε κανέναν άλλωστε πέρα από τους εμπλεκόμενους) αλλά ένα πολιτικό ζήτημα που βάζουν σε πλώρη οι ισραηλινές αρχές της Ιερουσαλήμ.
Εν αντιθέσει, με το «Γάζα, αγάπη μου», η δεύτερη ταινία του Μουαγιάντ Αλαγιάν θέλει πολλά να πει και αρκετές πολιτικές και κοινωνικές πτυχές του παλαιστινιακού ζητήματος να εξαντλήσει σε μία ιστορία εξωσυζυγικής σχέσης. Οι «Απαγορευμένες συναντήσεις» δεν φανερώνουν την έκρυθμη πολιτική κατάσταση της περιοχής αλλά επιβεβαιώνουν μέσα από το πολιτικό κυνήγι των πρωταγωνιστών, την κοινωνική αδράνεια που επιβαρύνει καθημερινά την παλαιστινιακή κοινωνία. Γιατί αν πλαγιάσεις με Παλαιστίνιο είσαι απελπισμένη, αν πλαγιάσεις με άλλον εκτός από τον άντρα σου, welcome to the club, συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, όπως υποστηρίζει η υπάλληλος της Σάρα.
Ενδιαφέρουσα είναι η φωτογραφική εναλλαγή του Σεμπάστιαν Μπλοκ ο οποίος επιλέγει ανάμεσα στην Ανατολική και Δυτική πλευρά της Ιερουσαλήμ να καταδείξει το βιοτικό επίπεδο του Σαλίμ (ρημαγμένη φτωχογειτονιά με ενέδρες) και την φιλοδυτική κουλτούρα που φέρει η καθημερινότητα της Σάρα (πανοραμική πολυκατοικία). Οι ρόλοι των Σαλίμ (Αντίμπ Σαφάντι) και Σάρα (Σιβάν Κρέτσνερ) βγάζουν μία αχνή, ίσως υποτονική αντήχηση απέναντι στην εξέλιξη γεγονότων, πράγμα λογικό, αφού γίνονται ολοένα έρμαια μίας δαιδαλώδους διαστρεβλωμένης κατάστασης.
Παρόλο που η σκηνοθετική απόπειρα του Αλαγιάν φλυαρεί χρονικά και μπουκώνεται με αργόσυρτες και περιττές σκηνές, ιδίως, εκεί που αναμένεις δράση και αντίδραση, η ένταση της ταινίας είναι με τέτοιο τρόπο ρυθμισμένη ώστε να δώσει χώρο και χρόνο να ξεγυμνωθούν τα συναισθήματα και εν τέλει οι πραγματικοί χαρακτήρες των δευτεραγωνιστών (η σύζυγος του Σαλίμ και ο συνταγματάρχης) οι οποίοι αποτελούν ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο που διαχειρίζεται η ταινία∙ το βαθιά ριζωμένο στην ισραηλινή κοινωνία αίσθημα του «ταξικά ανώτερου» και η αλληλεγγύη των γυναικών μεταξύ τους που κάνει πέρα ακόμη και άβολες αλήθειες.
3. Ομάρ (Omar) του Χάνι Αμπού-Ασάντ (2013)
Ο Ομάρ ρισκάρει καθημερινά. Σκαρφαλώνει το Τείχος που χωρίζει την Δυτική Όχθη στα δύο και ελίσσεται ανάμεσα σε πυροβολισμούς και πιθανές συλλήψεις. Στην ήρεμη πλευρά της ζωής του, είναι φούρναρης, έχει δύο παιδικούς φίλους εκ των οποίων η αδερφή του ενός, η Νάντια, είναι ο έρωτας της ζωής του. Η κατεχόμενη Παλαιστίνη, όμως, παραμένει ένα σκηνικό με συνεχιζόμενες μάχες αντίστασης, όπου το τίμημα απελευθέρωσης του λαού καρφιτσώνεται ως εθνικό σύνθημα και ηθικό καθήκον στον καθένα που θέλει να λέγεται αντιστασιακός. Όλα παίρνουν εφιαλτική τροπή μετά από ένα κακοστημένο έγκλημα που οργανώνει ο Ομάρ με τους φίλους του, καθιστώντας τον μπαλάκι ψυχολογικών χειραγωγήσεων και σαδιστικών ανακρίσεων της ισραηλινής αστυνομίας. Υπάρχει όμως εξιλέωση, και αυτή δεν είναι παρά η προδοσία στην αντίσταση.
Ο Ομάρ αντιδιαστέλλεται ανάμεσα στην ακατανίκητη επιθυμία για ζωή που τιθασεύει, δικαίως μάλιστα, το ανθρώπινο πνεύμα και στον ρίσκο να χαθούν όλα στο όνομα του έθνους ή καλύτερα μίας σύγκρουσης δίχως τέλος. Η παλαιστινιακή ταυτότητα αποτυπώνεται σε ένα ανθρώπινο πορτραίτο, αυτό του Ομάρ, η ερμηνεία του οποίου παραδίδει στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση μία ωμή, ειλικρινή, και άμεση εκπροσώπηση των νεαρών Παλαιστινιών για τις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε κατεχόμενα εδάφη. Δικαίως, ο Άνταμ Μπακρί (Ομάρ) και η Λεμ Λούμπανι (Νάντια) συνθέτουν με συναισθηματικό βάθος μία σαιξπηρική παλαιστινιακή τραγωδία η οποία εναλλάσσεται ανάμεσα στην τρυφερότητα και την ενοχή. Αξιοσημείωτη είναι η διεύθυνση φωτογραφίας η οποία καταφέρνει να προσδώσει μία «picturesque» πινελιά και ένα δυνατό μεσανατολίτικο άρωμα απεικονίζοντας την αραβική αρχιτεκτονική μέσα από τα χρωματιστά σοκάκια και τα γλαφυρά τοπία της πόλης του Bisan.
Επί της ουσίας, ο Χανί Αμπού- Ασάντ θωρακίζει το κάστ του με παλαιστίνιους ηθοποιούς εξασφαλίζοντας έτσι μια σημαντική εκπροσώπηση στην κινηματογραφική χολιγουντιανή βιομηχανία ρίχνοντας φως στις θυσίες που γίνονται λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής. Ομολογουμένως, και μετά από δέκα χρόνια, το «Ομάρ» αποτελεί σημαντική μνεία στο Παλαιστινιακό Σινεμά.
γράφει η Μαριάνθη Βαριοζίδου