Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτή η σελίδα αγαπά το έργο του Γούντι Άλεν. Ένας από αυτούς είναι η άποψη (μάλλον αντιδημοφιλής) ότι στις 50 ταινίες του 87χρονου πλέον Νεοϋορκέζου δημιουργού, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν αναμφίβολα ορισμένες αδύναμες ή λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές, καμία δεν περισσεύει, καμία δεν είναι άσκοπη.
Αντιθέτως, όσο μπαίνουμε
σιγά-σιγά σε διαδικασία απολογισμού της φιλμογραφίας του Γούντι Άλεν διαπιστώνουμε
εν τέλει κάτι εντυπωσιακό. Ότι ένας δημιουργός με διακριτές θεματικές «εμμονές»
σε συγκεκριμένα υπαρξιακά-φιλοσοφικά ερωτήματα, δεν «αναμασά» - όπως πολλοί τον
κατηγορούν – αλλά διαρκώς επαναπροσεγγίζει αυτές τις «εμμονές». Και αυτή η
διαρκής επαναπροσέγγιση εκτιμώ ότι προσδίδει εν τέλει και μια ακόμα βαθύτερη
«καλλιτεχνικότητα» στον Αλεν. Ένα παράσημο δημιουργού που έχει «αφιερωθεί» στο
να βρει τις απαντήσεις στα «μεγάλα ερωτήματα» της ζωής (του), παρότι έχει
συνδεθεί ταυτόχρονα τόσο έντονα και δομικά με τον σαρκασμό, το κυνικό χιούμορ
και την (αυτο)αποδόμηση.
Στο «Coup de Chance», λοιπόν, όλα
είναι γνώριμα, αλλά ταυτόχρονα η τελική αίσθηση του φιλμ σου αφήνει κάτι
ξεχωριστό, κάτι διαφορετικό. Μακριά πλέον από τη Νέα Υόρκη, σε ένα Παρίσι που
κινηματογραφείται μαεστρικά και σε απόλυτο «γουντιαλενικό» τέμπο και χρώματα
από τον Βιτόριο Στοράρο, ο Γούντι αφηγείται ένα «κλασσικό» ερωτικό τρίγωνο με
ντεκόρ της «αφορμής» του, μεγαλοαστικά σαλόνια και αυτοαναφορικές κοσμικές
εκδηλώσεις και ντεκόρ της «εκδήλωσής» του, μια μικρή παριζιάνικη σοφίτα.
Η αφήγηση στο «Coup de Chance»,
όπως και σε πολλές ταινίες της τελευταίας δεκαετίας του Άλεν, είναι
αποσπασματική και πράγματι δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Οι διάλογοι
μοιάζει να έχουν ξεμείνει πλέον από τη σπίθα και την κοφτερή ειρωνεία του
παρελθόντος. Παρόλα αυτά, ακριβώς μέσα σε αυτή τη γενικευμένη αίσθηση
αναλαφρότητας, ο Άλεν φιλοτεχνεί μια απόλυτα κωμικοτραγική ιστορία, η οποία
ακριβώς επειδή απρόσμενα εκτρέπεται από το ανώδυνο στο τραγικό, εν τέλει καταλήγει
αρκετά πιο «μαύρη» και σκοτεινή από όσο μοιάζει εκ πρώτης όψεως. Σαν μια από
τις «σκοτεινές» φάρσες που έστηνε ο Κλοντ Σαμπρόλ στους μεγαλοαστούς ήρωες
πολλών ταινιών του.
Ταυτόχρονα, ο Άλεν ευφυώς, με
αιχμή το πρόσωπο του «απατημένου συζύγου» (εξαιρετικός Μελβίλ Πουπό ως οριακός,
χειριστικός, ζηλιάρης απατεώνας και απατημένος σύζυγος), «στήνει» τη «μεγάλη»
φιλοσοφική σύγκρουση της ταινίας: τελικά μπορούμε να διαμορφώνουμε εμείς την
τύχη μας ή η τύχη είναι μια υπέρτερη και ανυπέρβλητη δύναμη που εν αγνοία μας
καθορίζει τη ζωή μας. Η απάντηση του Γούντι είναι γνωστή. Ο τρόπος που μας
οδηγεί σε αυτήν έχει για ακόμη μια φορά το ξεχωριστό του ενδιαφέρον.
γράφει ο Θοδωρής Λέννας