Οδύσσεια, όνειρα και υποσυνείδητο, σκηνές που θυμίζουν το φιλμικό σύμπαν του Τσάρλι Κάουφμαν ή των αδερφών Κοέν, αλλά τελικά είναι απόλυτα αταξινόμητες και αυτόφωτες, παραμυθιακές διαφυγές σε δάση με «ξωτικά» που φέρνουν στο μυαλό τον Ίψεν και τον «Πέερ Γκιντ», εικόνες ρεαλιστικής ( ; ) δυστοπίας, αποσάθρωσης, κανιβαλισμού και βίας. Όλα αυτά έρχονται στο νου μου προσπαθώντας να οργανώσω τη σκέψη μου για το «Ο Μπο Φοβάται» του Άρι Αστέρ. Ένα ανελέητο, τρίωρο μωσαϊκό οπτικών παραστάσεων, διαδρομών, συγκρούσεων, καλλιτεχνικών «μιξαρισμάτων» και ετερόκλητων ευρημάτων.
Ίσως πέρα και πάνω από όλα αυτά, μια μελέτη ή ένα κινηματογραφικό «ξέσπασμα» που αφορά το Α και το Ω της ύπαρξης: την ενοχή που κουβαλά ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται μέσα από την κοιλιά της μάνας του.
Η νέα ταινία του Άρι Αστέρ είναι ένα βίωμα. Ένα επώδυνο, σκληρό, οριακό και δύσκολο βίωμα, παρότι υφολογικά διαφορετικό από τον «τρόμο» του «Midsommar» και του «Hereditary». Δεν είναι εύκολο να ακολουθήσει κανείς την ταινία. Στο σινεμά υπήρξε κόσμος που αποχώρησε πριν συμπληρωθεί καν η πρώτη ώρα και – όση σημασία μπορεί να έχει αυτή η μάλλον στερεοτυπική παρατήρηση – η περιβολή τους δεν παρέπεμπε σε «άσχετους».
Η «δυσκολία» στο project του Αστέρ δεν εντοπίζεται τόσο στην πληθώρα ευρημάτων και αναφορών που αγωνιά ο δημιουργός να «χωρέσει» στο πόνημα του – οδηγώντας τον περιστασιακά στο φλερτ με την «αλαζονία» και την «αμετροέπεια» -, όσο κυρίως η «δοκιμασία» του θεατή να εντοπίσει και να αγκαλιάσει τα σημεία προσωπικής-υποκειμενικής του ταύτισης με αυτό που βλέπει. Δοκιμασία διόλου εύκολη, αφενός διότι ο Αστέρ φροντίζει – και καλά κάνει – να μας φέρει από νωρίς σε θέση άβολη ως προς το τι βλέπουμε, αφετέρου διότι η ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο κατορθώνει να πολλαπλασιάσει αυτή την άβολη αίσθηση σε επίπεδα δραματικά.
Όμως, τελικά, πόσο διαφορετικοί είμαστε από τον Μπο του Φίνιξ; Είναι άραγε τόσο ξένη η κοινωνική πραγματικότητα βίας, απομόνωσης και εξαθλίωσης, στην οποία ο Μπο καλείται να επιβιώσει; Είναι τόσο ξένο το βίωμα του μητρικού-γονεϊκού «πρέπει» που «καταδιώκει» την εσωτερική και εξωτερική του πραγματικότητα;
Τελικά, η ιστορία που μας αφηγείται ο Αστέρ, όσο απόκοσμη και «weird» κι αν μοιάζει με την πρώτη ματιά, είναι τρομακτικά και βαθιά οικεία. Υπάρχουν δεκάδες πεδία και στιγμές στη διάρκεια της ταινίας που κάποιος μπορεί να εντοπίσει ασυνέχειες, να νιώσει κουρασμένος, να απορήσει, ακόμη και να αγανακτήσει λέγοντας μέσα του «μα κάλα, έπρεπε ο τύπος να τα χωρέσει όλα;».
Νομίζω, όμως, ότι ο πυρήνας της ταινίας είναι τελικά καθολικά απελευθερωτικός. Σαν μια οπτικοποίηση – μέσα από τη μαγεία που μόνο το σινεμά μπορεί να δημιουργήσει – του αναγκαίου ταξιδιού που ο καθένας από εμάς θέλει να κάνει για να καθαρθεί από τις ενοχές, τις βάναυσες αναμνήσεις, τους εφιάλτες και τους φόβους που τον/μας (θα) μας ταλανίζουν πάντα.
Αφήνοντας λίγο παράμερα τις κριτικές και τα αστεράκια, αντιλαμβάνομαι τον «Μπο» σαν ένα κινηματογραφικό έργο τέχνης και αυτό από μόνο του είναι σημαντικό για το ίδιο το σινεμά εν έτει 2023. Δεν είναι αναγκαίο να σου αρέσει. Ίσως, όμως, είναι άδικο να μην το αποδεχτείς ως τέτοιο.
Θοδωρής Λέννας