Αν έπρεπε να εντοπίσουμε ένα ή δύο κοινά συστατικά που διαπερνάνε το σύνολο της φιλμογραφίας του Ντάρεν Αρονόφσκι το πρώτο θα ήταν αναμφίβολα η επιμονή του σε «μεγαλύτερες από τη ζωή» ιστορίες – τόσο έντονες, τόσο υπερβολικές, τόσο ακραίες που δραματουργικά μπορούν να σταθούν μόνο αν τις εκλάβουμε σαν παραβολές.
Η λέξη «παραβολές» μας οδηγεί και στο δεύτερο συστατικό της «κατά Αρονόφσκι» κινηματογραφικής δημιουργίας, που είναι αν μη τι άλλο η έννοια της πίστης – και ειδικότερα της θρησκευτικής, χριστιανικής πίστης.
Εσχάτως, μάλιστα, αν κρίνουμε από τις (για τον γράφοντα εντελώς αποτυχημένες) προσπάθειες του Αρονόφσκι τόσο με το αδιανόητα παιδιάστικο και εκνευριστικό «mother!», όσο και με το εντυπωσιακά βαρετό και ιδεολογικά σε σύχγυση «Noah», διαπιστώνουμε πως η επιμονή του Αρονόφσκι με το «παραβολικό» σινεμά που έχει ως «πυρήνα» του την έννοια της πίστης τον είχε εκτροχιάσει σε μονοπάτια ανεξέλεγκτου διδακτισμού και σε αλληγορίες τόσο απλοϊκές και προσχηματικές που δεν ήταν ικανές καν να δημιουργήσουν τα έντονα «σύμβολα» εκείνα που θα μιλούσαν κατ’ επέκταση και στην καρδιά του κοινού.
Στην «Φάλαινα» ο Αρονόφσκι μοιάζει να βρίσκει ακριβώς αυτό τον «χαμένο» του βηματισμό. Η ταινία – που σηματοδοτεί και ένα συγκινητικό come back του Μπρένταν Φρέιζερ – έχει όλα τα αρνητικά στοιχεία του «αρονοφσκικού» σινεμά: υπερβολή, επιτήδευση, μελούρα, εκβιασμό του συναισθήματος, αμετροέπεια και υπερβολή.
Έχει όμως και έναν σαφή προσανατολισμό. Ξεκάθαρους θεματικούς άξονες. Ήρωες σύμβολα που μέσα στο υπερβολικό του «χτίσιμο» αφηγούνται τις μικρότερες και μεγαλύτερες ιστορίες τους. Ιστορίες πανανθρώπινες και συνταρρακτικές, που δεν βουλιάζουν στην απλοϊκότητα και στα προσχηματικά ηθικά συμπεράσματα που είχαμε συνηθίσει πρόσφατα στις ταινίες του Αρονόφσκι.
Κέντρο και καρδιά της ταινίας ο πρωταγωνιστής της. Ένας ήρωας ελειμματικός, που έχει πληγωθεί και έχει πληγώσει, που η σωματική του κατρακύλα λειτουργεί σαν οπτικοποίηση της αυτοτιμωρίας του και της αναπότρεπτης πορείας του προς το θάνατο.
Χωρίς σωτηρία και χωρίς σωτήρες. Χωρίς Θεόυς και θαύματα, χωρίς καν τη βεβαιότητα ότι η αγάπη είναι τελικά η λύση ή το ζητούμενο σε μια ζωή ματαιώσεων και πόνου. Μόνο με την ελπίδα μιας στιγμιάιας λάμψης «φωτός» που θα σηματοδοτεί τη μερική του λύτρωση.
Ο πιο μεστός Αρονόφσκι των τελευταίων χρόνων (ίσως και διαχρονικά) σε ένα τίμιο δράμα δωματίου που τιμά τις θεατρικές του καταβολές, που φλερτάρει έντονα με το μελό, χωρίς ευτυχώς να «καεί» και που δίνει στον Μπρένταν Φρέιζερ την ευκαιρία για μια ύστερη αναγνώριση του ταλέντου του σε μαζική κλίμακα.
γράφει ο Θοδωρής Λέννας