«Βαβυλώνα» του Ντάμιεν Σαζέλ: Βέβηλος ύμνος στη «θρησκεία» του σινεμά


Βαβυλώνα: καταγεγραμμένη ως η πρώτη μεγαλούπολη της αρχαιότητας. Συνώνυμο του μεγαλείου, του κάλλους, της υπέρμετρης καλλιτεχνικής ανάπτυξης, κατόπιν της ανεξέλεγκτης φιλοδοξίας και της ύβρεως, μέχρι την τελική της κατάρρευση.

Η Βαβυλώνα, όπως και το Χόλιγουντ, ήταν περιτριγυρισμένη από έρημο και περίκλειστη από τα τεράστια τείχη της. Συμβολικά θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει ως μια «μυθική» πόλη. Ως κάτι «μεγαλύτερο» από ένα ιστορικό δείγμα εντυπωσιακής πολιτιστικής και οικονομικής άνθησης.

Δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη «Βαβυλώνα» για να περιγράψουμε κάτι το άσωτο, το ασύδοτο, το αμετροεπές. Μια λαμπερή και μεγαλειώδη κατάσταση που αργά ή γρήγορα θα συναντήσει ένα φριχτό και καταστροφικό τέλος. Κι όμως για το Χόλιγουντ, η «Βαβυλώνα» ήταν μόνο η αρχή του μύθου του κινηματογράφου. Ενός μύθου που ο Ντάμιεν Σαζέλ στην ομώνυμη ταινία του τιμά με ακόρεστη αγάπη, άφθονο πάθος, αδιανόητη – σχεδόν αυτοκαταστροφική – αμετροέπεια. Όλα τα συστατικά δηλαδή που συνοδεύουν το «θαύμα» του κινηματογράφου από τη γέννηση του μέχρι και σήμερα.

Η κινηματογραφική «Βαβυλώνα» του Ντάμιεν Σαζέλ

Θα μπορούσαμε να συνοψίζαμε την πλοκή του «Babylon» με την ακόλουθη σχηματική διάρθρωση: η ταινία του Σαζέλ περιγράφει την κινηματογραφική βιομηχανία του Χόλιγουντ κατά τη μετάβαση της από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο μέσα από τις ιστορίες τριών κεντρικών προσώπων: του κλασάτου αστέρα των 20s Τζακ Κόνραντ (Μπραντ Πιτ), του Μάνι (Ντιέγκο Κάλβα), έναν Μεξικανό – παιδί για τα θελήματα που ονειρεύεται να ζήσει το μύθο του Χόλιγουντ και της Νέλι ΛαΡόι (Μάργκο Ρόμπι) μιας γοητευτικής, φερέλπιδος ηθοποιού.

Αρκετά απλοϊκά: το «Babylon» είναι η κινηματογραφική «Βαβυλώνα» του Σαζέλ και αυτό από μόνο του μοιάζει να είναι επιτυχία για ένα εγχείρημα που εκ των πραγμάτων είναι υπερφιλόδοξο και «larger» ακόμα και από τα ίδια τα όρια και τους περιορισμούς της κινηματογραφικής βιομηχανίας του σήμερα.

Ο Σαζέλ από το πρώτο εντυπωσιακό-εισαγωγικό μισάωρο του ξέφρενου παρταρίσματος μέχρι τη συγκινητική σκηνή «φόρο τιμής» στην ιστορία του σινεμά με την οποία ολοκληρώνει το έργο του δεν φοβάται να προβοκάρει, να προκαλέσει δέος, γέλιο, κλάμα, ακόμα και αηδία στο κοινό του. Ρισκάρει να φορτώσει την ταινία του με extra υποπλοκές, να δοκιμάσει τα όρια και τις αντοχές του «μέσου» θεατή, να φλερτάρει με το μελό, την παρωδία, την σάτιρα και την (αυτο)αποδόμηση, αρκεί η «Βαβυλώνα» του να αποδοθεί όπως εκείνος (σαν άλλος Ναβουδοχοδονόσωρ) την είχε φανταστει και ονειρευτεί.

Από τον Παράδεισο στην Κόλαση

Ένα ανισόρροπο αριστούργημα που βουτάει περισσότερο στη μυθολογία πίσω από την ιστορία του Χόλιγουντ, παρά στην ακριβή ιστορική απεικόνιση αυτής της «μυθολογίας». Μια ταινία – προορισμένη για τη μεγάλη οθόνη – που μας θυμίζει ότι πίσω από την υψηλή δημιουργία, πίσω από το αξιομνημόνευτο και το διαχρονικό κάθε καλλιτεχνικού επιτεύγματος, δεν υπάρχουν πάντα αγνές και «ηθικές» προθέσεις.

Μια ιστορία που ταυτίζει το βέβηλο και το ανόσιο, με τη γέννηση της τέχνης εκείνης που «χωράει μέσα της όλες τις άλλες τέχνες» και που φλερτάρει διαρκώς με την καταστροφή και την αυτοκαταστροφή. Μια ταινία που μπορεί να μας ανυψώσει στην πιο απερίγραπτη και άρρητη ομορφιά του «παραδείσου» όταν μας μεταφέρει στα σετ μιας ταινίας ή όταν βλέπουμε την Μάρκο Ρόμπι να δακρύζει ξανά και ξανά στο γύρισμα της πρώτης της σκηνής και αμέσως μετά να μας βυθίσει στην πιο σκοτεινή γωνία της κόλασης, όταν ο Τόμπι Μαγκούαιρ μας οδηγεί στα άδυτα της πιο μεθυστικής και αποκρουστικής φρίκης που κρύβεται κάτω από (αλλά και μέσα στο) Χόλιγουντ.

Τι είναι τελικά η «Βαβυλώνα»; Ένα άνισο love story – σαν μια διαστρεβλωμένη εκδοχή του «γλυκανάλατου» «La La Land». Μια ελεγειακή ιστορία με φαντάσματα, αγγέλους, δαίμονες και φρικιά που αναζητούν τη «θέωση» τους μέσα από την αντανάκλαση του σινεμά. Μια αλαζονική επίδειξη τεχνικών ικανοτήτων και άνισων μεταβάσεων από το δράμα στην κωμωδία και από την παρωδία στην πιο σκληρή τραγωδία. Αλλά πάνω από όλα μια ταινία με «καρδιά». Κινηματογραφική καρδιά και άφθονη αγάπη, αλλά και πίστη στη «θρησκεία» του κινηματογράφου.

γράφει ο Θοδωρής Λέννας

από artic.gr