"The Stranger" του Τόμας Μ. Ράιτ - Ασκήσεις εισπνοής και εκπνοής


Βλέποντας το "The Stranger" του Τόμας Μ. Ράιτ το μυαλό μου αναπόφευκτα γυρνάει στον Χίτσκοκ. Όχι απαραίτητα επειδή βλέπω έντονες κινηματογραφικές ομοιότητες της ταινίας με το φιλμικό σύμπαν του θείου Άλφρεντ. 

Αλλά επειδή υπαρξιακά το "The Stranger" αγγίζει μια πτυχή της χιτσκοκικής "κοσμοθεωρίας" όσο ελάχιστες ταινίες τα τελευταία χρόνια. Αφηγείται μια ιστορία την οποία έχουμε δει και έχουμε ξαναδεί και θα ξαναδούμε στο σινεμά. 

Την ιστορία ενός ήρωα που συναντάται με το Κακό. Που το Κακό τον φέρνει στο πιο οριακό σημείο των δικών του παθών και φόβων. Που το Κακό από μια εξωτερική πραγματικότητα μεταμορφώνεται σε μια βάναυση εσωτερική συνειδητοποίηση. Κάτι που εισπνέουμε και εκπνέουμε. Κάτι που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα μας. 

Η ίδια ιστορία, λοιπόν, που όμως δίνεται από τον Ράιτ με μια ξεχωριστή, αταξινόμητη και σπάνια αίσθηση ανησυχίας και αγωνίας. Όχι μέσα από ένα σασπένς πλοκής. Αλλά μέσα από μια ζοφερή αίσθηση απειλής, βίας και έκρηξης σε μια ιστορία που παραδόξως μοιάζει αρκετά στατική, "ακίνητη", ίσως και προβλέψιμη σε επίπεδο story. 

Μακριά από την ηδονοβλεπτική υστερία που προάγει η true crime εμμονή της μυθοπλασίας στην pop κουλτούρα (τελευταίο τέλειο παράδειγμα αυτής της υστερίας το "Dahmer" στο Netflix), ο "Άγνωστος" του Ράιτ δεν "ξορκίζει" το κακό αναδεικνύοντας τη φρίκη ενός εγκλήματος ή μια εγκληματικής φύσης, αλλά "ανυψώνει" το "κακό" σαν κάτι αναπόφευκτο, απόλυτα αληθινό, απόλυτα προσιτό και βασανιστικά επικίνδυνο σε χρόνο ενεστώτα.

Και αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά που καθιστά το παράτολμο στοίχημα της ταινίας, κερδισμένο και το ίδιο το φιλμ απόλυτα πετυχημένο. 

Σε συνδυασμό, φυσικά, με ένα αδιανόητα σπουδαίο μοντάζ όπου μεταμορφώνει την οπτική λιτότητα της ταινίας σε μια παραισθητική δοκιμασία για τον ίδιο το θεατή. Με μια εξαιρετική δουλειά στον ήχο, είτε μιλάμε για τη σημασία των μικρών εφέ (ο κοριός γίνεται το δικό μας αφτί), είτε για το "ανησυχητικό" soundtrack που οριακά σε αναστατώνει. Και με δύο ερμηνείες από τον Σον Χάρις και τον Τζόελ Έτζερτον που με την απλότητα και τη μεστότητα τους σου προκαλούν την ανατριχιαστική αίσθηση μιας άβολης εγγύητας με τους ήρωες τους. 

Μια από τις καλύτερες ταινίες του 2022 χαλαρά. 

γράφει ο Θοδωρής Λέννας