"Benedetta" - Ψυχή, σάρκα και... δονητές αγαλματίδια της Παναγίας


Ξύλινα αγαλματίδια της Παναγίας σε σχήμα δονητή, άφθονη γυναικεία σάρκα (με έμφαση στο στήθος), ερωτικές φαντασιώσεις με αντικείμενο του πόθου τον Ιησού, λεσβιακά πάθη μοναχών, θαύματα, απάτες, πανώλη σε έξαρση. συντηρητισμός και ανελέητη σάτιρα στους μηχανισμούς της θρησκευτικής εξουσίας. 

Η νέα ταινία του λατρεμένου των "Τετραδίων Σινεμά", Πολ Βερχόφεν είναι μια "κλασσική ταινία Βερχόφεν". Μια κυνική, αβάσταχτα σαρκαστική, σωματική (αλλά όχι ηδονοβλεπτική) σπουδή πάνω στη σύγκρουση του σεξουαλικού πάθους με το κοινωνικό "πρέπει", της ηδονής με την πίστη, του υποσυνείδητου με το πραγματικό. 

Ταινία που παρότι διαδραματίζεται στην Πέσκια του 17ου αιώνα, μοιάζει σαρδόνια σύγχρονη και επίκαιρη, ενδεχομένως και πρωτοποριακή - όσο πρωτοποριακός ήταν ο "4ος άνθρωπος" του Ολλανδού προβοκάτορα δεκαετίες πριν. 

Η "χαρισματική" Μπενεντέτα ως κορίτσι, "πωλείται" από τους γονείς της σε μια μονή γυναικών. Μεγαλώνοντας η Μπενεντέτα μοιάζει να διατηρεί το "χάρισμα" της σύνδεσης με την Παναγία και αρχίζει να αντιμετωπίζεται στους κόλπους της μονής ως η θαυματουργός-εγγυήτρια της ασφάλειας της πόλης από την πανώλη που θερίζει. Μέχρι να καταφτάσει στη μονή, η κακοποιημένη και ατίθαση Μπαρτολομέα και να "ερεθίσει" την Μπενεντέτα. Τα οράματα με τον Ιησού πυκνώνουν, η σεξουαλική επιθυμία διεγείρεται, οι μοναχές "διαολίζονται" από τη μεταστροφή της Μπενεντέτα, όσο η αρρώστια χτυπάει την πόρτα της Πέσκια. 


Από την μια χαρακτηρίζεις την "Benedetta" μια "κλασσική ταινία Βερχόφεν" από την άλλη και εσύ ο ίδιος δεν είσαι σίγουρος αν αυτό είναι καλό ή κακό. Η γοητεία της ταινίας είναι παρανοϊκή. Είναι μια γοητεία που πηγάζει από το γεγονός ότι από την πρώτη σκηνή μέχρι το τέλος το δημιούργημα του Βερχόφεν μεταμορφώνεται διαρκώς από μια κατάμαυρη ερωτική παρωδία με υφή b-movie σε ένα τύποις θρησκευτικό θρίλερ. 

Στη "Benedetta" τη στιβαρή αναπαράσταση της εποχής, με την οποία ο Βερχόφεν μας συστήνει την ταινία του, γρήγορα διαδέχεται η "βερχοφενική" ειρωνεία στη σκηνή της διαπραγμάτευσης για τη συναλλαγή της μικρής Μπενεντέτα στη μονή από τους γονείς της. Ο ερωτισμός μπορεί τη μια στιγμή να μοιάζει αφοπλιστικά αισθησιακός και την αμέσως επόμενη να εντοπίζεται εξίσου σωματώδης και φορτισμένος σε μια σκηνή όπου η Μπαρτολομέα αφοδεύει δίπλα στην Μπενεντέτα. 

Ο Βερχόφεν διαρκώς κλιμακώνει και αποκλιμακώνει την ένταση, παίζοντας με τα νεύρα και την υπομονή μας, αλλά κερδίζοντας έτσι ο ίδιος τον απαραίτητο κινηματογραφικό χρόνο για να στήσει τις μικρές και μεγάλες "φάρσες" του εντός των τειχών της Μονής. Μέγιστη και αριστουργηματική φάρσα το "σίριαλ" των οραμάτων της Μπενεντέτα με τον Ιησού: από την πρώτη "γοητευτική" του εμφάνιση, , την υπέροχη σκηνή που αποκεφαλίζει τα φίδια του πειρασμού που πάνε να φάνε την Μπενεντέτα, μέχρι την σκηνή (επάξια μπαίνει στην ανθολογία του σινεμά του Βερχόφεν) που η Μπενεντέτα είναι έτοιμη να απολαύσει την σαρκική σύνδεση με τον Ιησού και διαπιστώνει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι... εφικτό. 

Εξαίσιο εύρημα και ο ρόλος της Σάρλοτ Ράμπλινγκ που δομείται πάνω στις πιο πανανθρώπινες αντιφάσεις, όπως και η "αξιοποίηση" της φρενίτιδας που προκαλεί στο πλήθος η πανώλη σαν ένα απολύτως επίκαιρο -ένεκα COVID- πολιτικό σχόλιο πάνω στη μαζική υστερία που μια καταστροφή μπορεί να προκαλέσει (σημείωση: η ταινία ξεκίνησε γυρίσματα προ κορονοϊού). 

All things considered, βγαίνοντας από το σινεμά έχοντας παρακολουθήσει τη "Benedetta" μπορείς να τη χρωματίσεις με διαφορετικές αναγνώσεις. Αυτό είναι και το μεγάλο παράσημο του Βερχόφεν όλα αυτά τα χρόνια. Ότι το σινεμά του δεν είναι μονόπλευρο και διδακτικό. Ότι δεν παράγει σινεμά "μηνυμάτων", αλλά αισθήσεων και παρορμήσεων. 

Έτσι η "Benedetta" θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως μια ωδή στην γυναικεία χειραφέτηση μέσα σε ένα καταπιεστικό, πατριαρχικό τοπίο, ως μια επώδυνη "φαντασίωση" ταύτισης του απόλυτου ερωτικού πάθους με τον απόλυτο και μέγιστο πόνο, ως ένα "παιχνίδισμα" ανάμεσα στο "αληθινό" και το "απατηλό" της θρησκευτικής πίστης. Το σίγουρο είναι ότι ο Βερχόφεν διανύοντας την 9η δεκαετία της ζωής του καταφέρνει να παραδώσει μια ταινία "κινηματογραφική έκρηξη". Έναν πολύχρωμο "οργασμό" τον οποίον αγγίζεις και ο οποίος σε αγγίζει. Σινεμά ελεύθερο, αταξινόμητο, σαρωτικό που δεν παίρνει -ευτυχώς για τους σοβαροφανείς καιρούς που ζούμε- στα σοβαρά απολύτως τίποτα. Ακόμα και την ίδια του την υπόσταση. 

Θοδωρής Λέννας