Είναι μέσα Αυγούστου και το αστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης , αν και πρωτόγνωρα άδειο και ήσυχο, μοιάζει αφόρητο. Ανάμεσα σε αυτή την νωχελική ραστώνη του απόλυτου τίποτα αποφασίζεις να κατηφορίσεις προς το κοντινά θερινά σινεμά να δεις τι παίζει.
Κάπου εκέι πέφτω στο «Καλοκαίρι του 85’» του Φρανσουά Οζόν. Εδώ είμαστε λέω, εφηβικος έρωτας, σεξουαλικές αναζητήσεις, καλοκαιρινα πάθη και αναπάντητα ερωτήματα, όλα αυτά στα χέρια του πάντα προκλητικού και μετρ της αισθητικής Οζόν. Κόβω το εισιτήριο μου και περιμένω καρτερικά με τους λίγους εναπομείναντες θεατές στην πόλη να ταξιδέψουμε νοσταλγικά σε μία ιστορία πολλά υποσχόμενη.
Η ταινία ξεκινάει σχεδόν μακάβρια. Μαθαίνουμε για μία δικαστική ακρόαση, ένα πτώμα και ενα απροσδόκητο ενδιαφέρον (μάλλον πάθος) του πρωταγωνιστή για τον θάνατο. Ο Οζόν δεν επιλέγει να αφηγηθεί γραμμικά τα γεγονότα και ήδη η ένταση από τα πρώτα λεπτά διαπερνά τον θεατή. Ο Άλεξ , ο ένας από τους δύο πρωταγωνιστές, ξεκινάει την αφήγηση της ιστορίας που συνέβη εκείνο το καλοκαίρι του 85, με έντονα λυπημένο και σπαρακτικό ύφος προιδεάζοντας για τις τραγικές διαστάσεις της ιστορίας.
Πηγαίνουμε πίσω στον χρόνο , και στην αρχη της γνωριμίας του Άλεξ με τον γοητευτικό και απρόβλεπτο Νταβίντ, όταν ο τελευταίος εμφανίζεται ξαφνικά σαν απο μηχανής θεός καταμεσής του πελάγους για να σώσει τον Άλεξ που έχει αναποδογυρίσει με το σκάφος του και μοιάζει αβοήθητος . Κάπου εκέι , ξεκινάει κάτι παραπάνω από μία φιλία , καθώς η ένταση και η έλξη των δύο αγοριών είναι αδιαμφισβήτητη και ορμητική.
Ο Οζόν πλάθει μια σκοτεινή ιστορία ενηλικίωσης ανάμεσα στο ερωτικό πάθος που χτίζεται ανάμεσα σε δύο αγόρια που ψάχνουν την ταυτοτητα και τον σκοπό τους. Απο την μία ο ανέμελος , παρορμητικός και διψασμένος για ζωή Νταβίντ και από την άλλη ο συνεσταλμένος , άπειρος και μπερδεμένος Αλεξ(ί), θα μοιραστούν έναν έρωτα παράφορο , που από την πλήρη παράδωση στα αυθόρμητα συνσιασθήματα και τον ενθουσιασμό θα επισκιαστεί απο ζήλεια , τρίτα πρόσωπα και την αναπόφευκτη καθημερινή φθορά που είναι εμφανές ότι δεν μπορούν να διαχειριστούν και οι δύο.
Αυτό που καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία ο Οζόν είναι να περιγράψει με ειλικρίνεια και απλότητα την εφηβικη ιδιοσυγκρασία και τις αλλεπάλληλες ψυχικές μεταβολές που συντελούνται στο κυνήγι της ζωής και όλων των δυνατοτήτων της. Μέσα στην ιστορία, που ντύνεται με την ελευθεριακή αισθητική(οπτικά και ακουστικά) της δεκαετίας του για τους δύο πρωταγωνιστές όλα είναι ενα παιχνίδι που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, με αντίπαλο τον χρόνο που θέλουν να ισοπεδώσουν. Έτσι λοιπόν, απίστευτα ευτυχισμένες στιγμές, τολμηρές εξομολογήσεις, μεγάλα λόγια και υπερβολικές υποσχέσεις συνθέτουν μία ιστορία που θα αποβεί μοιραία για τους ίδιους και τον κοντινό τους περίγυρο που θορυβείται από τον ερωτισμό των δύο αγοριών.
γράφει ο Γιάννης Λαζόπουλος