Αφήνοντας πίσω την παγωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία και την φήμη του «δυσνόητου» και «βαρετού» δημιουργού, ο Αντονιόνι με το «Blow Up» παραδίδει μια ποπ ταινία γυρισμένη στο «καυτό» Λονδίνο των 60s. Μια αλληγορική παραβολή γύρω από τον ίδιο τον κινηματογράφο και την δύναμη του να διαστρεβλώνει την αλήθεια ή μάλλον να δημιουργεί την δική του αλήθεια. Ένα έργο που εξακολουθεί να γοητεύει και να διατρέχει τους σύγχρονους προβληματισμούς για την πορεία του σινεμά μέχρι σήμερα.
Ο Ντέιβιντ Χέμινγκς είναι ένας φωτογράφος ροκ σταρ. Μια «θεϊκή» φιγούρα που μέσα από την δύναμη του φακού πλάθει κατά το δοκούν τον «κόσμο». Σε μια βόλτα του στο πάρκο άθελα του απαθανατίζει την στιγμή της δολοφονίας ενός άνδρα από μια γυναίκα. Και κάπως έτσι ξεκινά το κινηματογραφικό παιχνίδι του Αντονιόνι μεταξύ της πραγματικότητας, της μυθοπλασίας και της φύσης της αλήθειας με το επάγγελμα του φωτογράφου προσωποποιεί ιδανικά αυτή την υπαρξιακή αμφιβολία του Αντονιόνι.
Τι στοιχειοθετεί την αντικειμενική ύπαρξη ενός γεγονότος; Ένα φιλμ; Η αποδόμηση και η εκ νέου δόμηση ενός ερεθίσματος; Μήπως όλα είναι αποκύημα της φαντασίας ενός ανθρώπου που πορεύεται μόνος και ξένος σε μια μητρόπολη που αρχιτεκτονικά και χωροταξικά διαρκώς αλλάζει; Ίσως η εικόνα να είναι αυτή που δημιουργεί την εκάστοτε πραγματικότητα. Κι όταν αυτή η εικόνα χαθεί να συμπαρασύρει μαζί και την ίδια την πραγματικότητα;
Με αυτή την υπαρξιακή-φιλοσοφική υπόνοια ο Αντονιόνι
ολοκληρώνει το αριστούργημα του. Μια ταινία που εν τέλει μιλάει για τον ίδιο
τον κινηματογράφο. Αξέχαστη, άλλωστε είναι η σεκάνς (κατόπιν και αφίσα της ταινίας)
που ο Χέμινγκς φωτογραφίζει το μοντέλο Βερούσκα και η στάση των σωμάτων τους θυμίζει
υπερβατικά μια σκηνή «φόνου», όπου η κάμερα είναι το φονικό όπλο. Δηλαδή η
κάμερα είναι αυτή που έχει την δύναμη να δώσει και να πάρει την ζωή, δηλαδή να αποτελεί
το μοναδικό εχέγγυο της αλήθειας.
Αναπόσπαστο κομμάτι της γοητείας του «Blow Up» είναι η ίδια η πόλη στην οποία λαμβάνει χώρο. Το Λονδίνο του 1966 μοιάζει με μια κινούμενη πόλη σε μια συνθήκη μεταιχμιακή που συνεπικουρεί στην αίσθηση της αβεβαιότητας που διαπερνά όλο το φιλμ. Αξιοσημείωτη και η μουσική επένδυση. Κάτι σπάνιο σε ταινία του Αντονιόνι. Πρόκειται για μια εξαίρετη ελευθεριακή τζαζ σύνθεση του Χέρμπι Χάνκοκ. Τέλος, αξέχαστη είναι η σκηνή όπου οι γυμνοί και Χέμινγκς και Ρέντργκρειβ αινιγματικά και μυστηριωδώς «παίζουν» ερωτικά με έπαθλο το φιλμ της φωτογραφικής μηχανής το οποίο αποκαλύπτει ( ; ) την αλήθεια.
γράφει ο Θοδωρής Λέννας