"Η Περιφρόνηση" (1963) του Ζαν-Λικ Γκονταρ


«Το σινεμά υποκαθιστά έναν κόσμο που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες μας» λέει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ στην εναρκτήρια σεκάνς της «Περιφρόνησης». Εν συνεχεία εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα ενός ζευγαριού, το οποίο συνομιλεί ποιητικά αφότου έχει κάνει έρωτα και ακολούθως μας μεταφέρει στα κινηματογραφικά studio του Κάπρι, όπου ο Φριτς Λανγκ γυρίζει την νέα του ταινία, μια αλληγορική εκδοχή της «Οδύσσειας».

Σε αυτή την διαδρομή μεταξύ του ερωτικού πάθους και της τραγικής αποτελμάτωσης του (εξ’ ου και η «περιφρόνηση» της Μπριζίτ Μπαρντό προς τον Μισέλ Πικολί), πιστός στο πνεύμα της nouvelle vague, αλλά και στην ιδεολογική του θεώρηση για την τέχνη του σινεμά, ο Γκοντάρ διερευνά τα όρια της γνησιότητας στην καλλιτεχνική έκφραση, προβληματίζεται γύρω από το δίλημμα του κάθε καλλιτέχνη αν εν τέλει θα ενσωματωθεί στις νόρμες του «εμπορικού σινεμά», θέτει αναπάντητα ερωτήματα γύρω από την διάρκεια και την φύση του έρωτα και αναρωτιέται περιπαικτικά και αυτοκριτικά «τι είναι εν τέλει το σινεμά;».

Σε έναν καμβά αντιθέσεων, αντιφάσεων, αμφιλεγόμενων αποφθεγμάτων και ζωντανών, καλοκαιρινών χρωμάτων, η «Περιφρόνηση» αποτελεί από μόνη της μια μελέτη πάνω στην φύση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και στα αδιέξοδα που θα την συνοδεύουν νυν και αεί.