Το «The Irishman»
αποτελεί ίσως το κινηματογραφικό γεγονός της χρονιάς. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι
για αυτό. Κατά πρώτον είναι μια ταινία «Directed by Martin Scorsese». Αυτό από μόνο του
αρκεί. Κατά δεύτερον είναι μια ταινία παραγωγής Netflix και
ταυτόχρονα «Directed by Martin Scorsese»,
άρα και ένα σίγουρο debate γύρω από τον ρόλο και το στίγμα της πλατφόρμας αυτής στην
σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία. Τρίτον, είναι μια ταινία με ένα all star cast που
σπάνια έχει συναντηθεί τόσο «μαζικά» σε μια ταινία. Πάνω από όλα όμως ο
«Ιρλανδός» είναι σπουδαίο, αυτομάτως «κλασσικό» σινεμά που συνοψίζει με τον πιο
μεγαλειώδη και συγκινητικό τρόπο ένα ολόκληρο κινηματογραφικό genre από τον
ίδιο τον δημιουργό μάλιστα που το καθιέρωσε, το απογείωσε και το εξέλιξε.
Πολλά χρόνια μετά το «Goodfellas» ο Σκορσέζε πιάνει ξανά το νήμα του καθαροαίμου gangsterικού σινεμά.
Αφηγείται, λοιπόν, την ιστορία του «Ιρλανδού» Φρανκ Σίραν (αφοπλιστικά μεστός
σε έκφραση και κίνηση ο Ρόμπερτ ΝτεΝίρο) που για μια δεκαετία και βάλε υπήρξε
το δεξί χέρι του superstar
μεγαλοσυνδικαλιστή Τζίμι Χόφα (ρεσιτάλ από τον Αλ Πατσίνο).
Στον «Ιρλανδό» όλα πάνω κάτω μας θυμίζουν κάτι από την
φιλμική ιστορία του Μάρτιν Σκορσέζε. Οι λήψεις, οι γωνίες, τα κάδρα, η αφήγηση,
τα voice over,
η απεικόνιση της βίας ακόμα και τα φίλτρα και οι τοποθεσίες είναι σαν να έχουν
ξεπεταχτεί από το σινεμά μιας άλλης εποχής. Αυτή την φορά, όμως, ο Μάρτι
φροντίζει με την τελειομανία του να είναι όλα τοποθετημένα άρτια και ιδανικά.
Φροντίζει, κυρίως, η αισθητική και η κινηματογράφηση του να υπονοούν μια larger than life ιστορία
μέσα από την ... πεζότητα των ηρώων της.
Άλλωστε σε όλο το «σκορσεζικό» σύμπαν αυτή ήταν η κοινή
συνισταμένη. Πως μια απλή ανθρώπινη ιστορία παίρνει τα χαρακτηριστικά έπους και
υπαρξιακής και φιλοσοφικής διατριβής. Η άνοδος και η πτώση, η επιτυχία, το
χρήμα και η δόξα που έρχονται και παρέρχονται, η εξουσία και η δύναμη που πάντα
αποτελούσαν για τους ήρωες του ζητούμενο γίνονται στον «Ιρλανδό» ένα
μεγαλοπρεπές «μωσαϊκό» που καθηλώνει για 200+ λεπτά καταλήγοντας σε ένα
διακριτικά ευφυές φινάλε που αναπόφευκτα καθιστά την μυθοπλασία και το ίδιο το
σινεμά υπέρτερα ακόμα και μιας αληθινής ιστορίας. Όταν, λοιπόν, οι τίτλοι τέλους
του «Ιρλανδού» πέσουν θα νιώσεις σίγουρα ότι μόλις είδες ένα σύγχρονο masterpiece, αλλά ενδεχομένως
να σου μείνει και μια γλυκόπικρη γεύση συνειδητοποιώντας ότι με αυτό το φιλμ
κλείνει ο κύκλος μιας ολόκληρης κινηματογραφικής μυθολογίας.