Αν υπάρχει ένας χαρακτηρισμός που οι κριτικοί ή εν γένει οι σινεφίλ έχουν επιλέξει για να χαρακτηρίσουν την ύστερη πορεία του Ρίντλει Σκοτ στο σινεμά τότε αυτός θα αποτυπωνόταν ιδανικά με τη λέξη "άνισος". Πράγματι το φετινό διπλό χτύπημα του Ρίντλει μοιάζει να τους δικαιώνει απόλυτα.
Πρώτα η εξαίρετη "Τελευταία Μονομαχία", ένα υπέροχο δείγμα στιβαρού, "κλασσικού" (με την καλή έννοια) και γεμάτου νόημα κινηματογράφου που είχε μια (επιεικώς) μέτρια εμπορική πορεία. Και τώρα η φαντεζί, πολυδιαφημισμένη, "αστεράτη" (απόπειρα) saga για τον "Οίκο των Gucci": μια ταινία-ορισμός του ανισόρροπου σινεμά - όχι όμως κατ' ανάγκη κακού ή αποτυχημένου σινεμά.
Γενικά το "House of Gucci" είναι ένα φιλμ "γεμάτο". Γεμάτο με ένα υπερλαμπερό και υπερταλαντούχο καστ. Γεμάτο από μια πράγματι ενδιαφέρουσα ιστορία - μέρος της σύγχρονης pop κουλτούρας του 20ου αιώνα. Μια ταινία που ασφυκτιά από στυλ και στυλιζάρισμα, που προσπαθεί στην ιστορία της να χωρέσει - με σχεδόν εφηβική διάθεση - το οικογενειακό δράμα, την κωμωδία, την παρωδία, την πολιτική σάτιρα, την τραγωδία, το ερωτικό θρίλερ και τη βιογραφία.
Κάπου εκεί ο Ρίντλει μοιάζει να μην ξέρει με τι να πρωτοασχοληθεί και που να πρωτοεστιάσει. Ξεκινάει την αφήγηση του με ένα αριστουργηματικά μπιτάτο και ροκ τέμπο, χειρίζεται ιδανικά μια τύποις σαπουνόπερα ερωτική ιστορία πάθους, ανέλιξης και δίψας για εξουσία. Μοιάζει να το διασκεδάζει με την ψυχή του όσο χτίζει το ειδύλλιο της Πατρίτσια (Lady Gaga) με τον Μαουρίτσιο (Adam Driver), εντάσσει απολύτως ισορροπημένα τους "τιτάνες" Πατσίνο και Άιρονς σε δύο ρόλους-κλειδιά και γενικά όλα δείχνουν να δουλεύουν ρολόι. Μέχρι που ξαφνικά νιώθεις ότι βλέπεις μια άλλη ταινία. Η παρουσία του Τζάρεντ Λέτο εκτροχιάζει εντελώς το φιλμ στο γκροτέσκο. Κι ενώ από τη μια σκηνή νιώθεις ότι βλέπεις μια παρωδία η αμέσως επόμενη "σκεπάζεται" από μια αχρείαστη σοβαροφάνεια. Οι δύο κεντρικοί ήρωες "ξεχνιούνται" από το σενάριο με συνέπεια απότομα και χωρίς συνοχή οι συμπεριφορές και τα κίνητρα τους να μεταμορφώνονται και η ταινία να φτάνει άνευρα και υποτονικά στην τελευταία της στροφή έχοντας χάσει την ενέργεια και τον ρυθμό του πρώτου μισού.
Η κορύφωση και το φινάλε του "House of Gucci" σε βρίσκουν μάλλον απαθή και αδιάφορο, με ένα αχνό χαμόγελο ότι "οκ σίγουρα η ταινία άξιζε τον χρόνο", αλλά και με μια απορία για το "πως διάολο σπαταλήθηκαν οι τόσο καλές προδιαγραφές της παραγωγής, του υλικού και των πρωταγωνιστών;". Κάπως έτσι θα φύγετε από την αίθουσα και κατά πάσα πιθανότητα θα ξεχάσετε γρήγορα το εν λόγω φιλμ. Θα παραδεχτείτε αλλά θα ξεχάσετε την δυναμική ερμηνεία της Lady Gaga που σε κερδίζει περισσότερο με την ευθραυστότητα του ρόλου της παρά με την "γυναίκα-αράχνη" πλευρά του, η οποία και πολυδιαφημίστηκε. Θα δώσετε τα credits για την ερμηνευτική αξιοπιστία του Driver σε έναν ρόλο με ασύλληπτα σεναριακά άλματα. Θα θαυμάσετε τους Πατσίνο και Άιρονς, αλλά θα βλασφημήσετε την ώρα και τη στιγμή που οι ήρωες τους έχουν κοινές σκηνές με τον αφόρητο Λέτο.
Αν κάτι μπορούσε να απογειώσει το "House of Gucci" ακόμα και με αυτές τις αντιφάσεις παρούσες θα ήταν ο εκμηδενισμός κάθε απόπειρας σοβαροφάνειας. Ίσως το απόλυτο camp, η απογείωση της σαπουνόπερας και του κιτς, η επένδυση στο μελό και στο μπουφονικό μέχρι το τέλος, να ήταν η σωστή διαδρομή, την οποία ο Ρίντλει Σκοτ άφησε κάπου στη μέση. Και πάλι βλέπεται ευχάριστα!
Θοδωρής Λέννας