Στο «Παρθενόπη» ο Σορεντίνο δεν σε αιχμαλωτίζει -όπως κάνει συνήθως- αλλά σε αποπλανεί. Το σινεμά του είναι απατηλό, υπερβολικό, μεγαλειώδες, ευαίσθητο, εικονοκλαστικό και ταυτόχρονα γελοίο. Βλέποντας την «Παρθενόπη» ανά στιγμές το μυαλό σου τρέχει σε σενάρια παρωδίας της ταινίας, των εμμονών και των μοτίβο του Σορεντίνο. Αλλες στιγμές σε μαγεύει.
Το σινεμά του Σορεντίνο δεν είναι απλουστευτικά «όμορφο» και «καλοφτιαγμένο», όπως γράφτηκε από την πλειοψηφία των κριτικών που έθαψαν την ταινία βρίσκοντάς την «κενή περιεχομένου». Το σινεμά του Σορεντίνο αναζητά με τρόπο αγωνιώδη, άλλοτε απελπισμένο, άλλοτε ευαίσθητο και υπομονετικό, άλλοτε τραγικά καταδικασμένο, την ομορφιά και αυτό νομίζω είναι το σημαντικότερο για μια ταινία που φιλοδοξεί να έχει διάρκεια στον χρόνο και στη μνήμη.
Βρίσκω γενικά βλακώδες μετά από τη θέαση μιας ταινίας να απαντάμε με ένα μηχανικό «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε» όταν ο διπλανός μας μάς ρωτάει. Είναι σημάδι έλλειψης ικανότητας επεξεργασίας όσο και έλλειψης ικανότητας διαλόγου, επικοινωνίας, διανοητικής λειτουργίας. Συμβατικά η «Παρθενόπη» λ.χ. είναι μια άνιση ταινία. Το δεύτερο μισό της είναι φλύαρο και πολλάκις άστοχο.
Ομολογώ, όμως, ότι στη διάρκεια της πρώτης ώρας της ταινίας βίωσα μια κινηματογραφική εμπειρία σπάνια, μοναδική, πολύτιμη, πλέον τρομακτικά δυσεύρετη που δεν θα ήθελα να την παραβλέψω από την όποια κουβέντα κάνω για την ταινία. Αισθησιασμός, γαργαλιστικός ηδονισμός και ηδονοβλεψία. Βουτιά στο ονειρικό, στο άπιαστο και ξανά καταβύθιση στο μάταιο και στο τραγικό. Η προσέγγιση της «τέλειας ομορφιάς» δεν είναι υπόθεση μόνο μιας «τέλειας εικόνας». Είναι η διαδικασία «αφήγησης» του άρρητου, του θεϊκού, αυτού που δεν προσεγγίζεται.
Η Παρθενόπη του Σορεντίνο είναι αυτό το σχεδόν εξωγήινο «απόλυτο» που σε φέρνει, μάλλον, σε δύσκολη θέση. Σε ωθεί αλλά είναι ταυτόχρονα υπερβολικά τέλειο για να το σε ωθήσει με όρους ρεαλιστικούς, σε καβλώνει αλλά δεν μετριέται με όρους κάβλας (άλλωστε ομορφιά στο σώμα είναι μόνο η πλάτη, όλα τα άλλα είναι πορνογραφία), είναι ερωτεύσιμο αλλά αισθάνεσαι ότι δεν θα διαρκεί για πάντα.
Και πράγματι δεν διαρκεί για πάντα. Η Παρθενόπη μεγαλώνει, γίνεται ανθρωπολόγος, μαθαίνει την τέχνη του να παρατηρείς. Αλλά τι είναι το να παρατηρείς; Να βλέπεις τα πράγματα χωρίς το θολό φίλτρο της νιότης, του έρωτα, του πάθους. Το ντελιριακό πρώτο μισό της ταινίας, δίνει τη θέση του σε ένα μυστηριακό δεύτερο στο οποίο η νιότη τελειώνει, οι δυσκολίες ορθώνονται, οι αντιφάσεις της ζωής εμπεδώνονται.
Ο Σορεντίνο δυσκολεύεται να χτίσει μια γυναικεία ηρωίδα. Δυσκολεύεται επειδή τη θαυμάζει τόσο πολύ. Και εν τέλει στην «Παρθενόπη» αυτό λειτουργεί υπέρ του. Οπως υπέρ του λειτουργούν και τα «παλιακά» ευφυολογήματα του σεναρίου που τόσο κατακρίθηκαν. Υπέρ του λειτουργεί ακόμη και η υπερφίαλη αναπαράσταση της «φελινικής» αισθητικής.
Την πορεία μιας κηδείας διακόπτει ένα μηχάνημα που απολυμαίνει τους δρόμους. Ο γερό-συγγραφέας του Γκάρι Ολντμαν που αργοπεθαίνει εντοπίζει την ματαιότητα της νιότης, αλλά αδυνατεί να αποστρέψει τον βλέμμα του από αυτή όπως ο Ντιρκ Μπόγκαρντ στον «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι. Η Στεφανία Σαντρέλι εξασφαλίζει την αίσθηση συνέχειας και ιστορικότητας όσο μια πόλη πάλλεται, όσο μια ανάμνηση μένει ζωντανή. Η «Παρθενόπη» τελικά, είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα «μου άρεσε», «δεν μου άρεσε» ή «βαρέθηκα» στο τέλος μιας προβολής.
γράφει ο Θοδωρής Λέννας